Ὁ Κολοκοτρώνης μᾶς ἐλέγχει καί μᾶς καθοδηγεῖ. (176 χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του)
Στὶς 4 Φεβρουαρίου 1843, ἔφυγε ἀπὸ τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο, ὁ γιγαντόψυχος καὶ λεοντόκαρδος Ἕλληνας, ὁ ἀπελευθερωτὴς τῆς Ἑλλάδος, Θεόδωρος ὁ Κολοκοτρώνης.
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς ἐπετείου, τῆς συμπληρώσεως 176 ἐτῶν ἀπό τήν πρός Κύριον ἐκδημία τοῦ θρυλικοῦ Γέρου τοῦ Μωρηᾶ, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομος, ἐτέλεσε τήν Δευτέρα 4.2.2019, τήν Θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Εὐαγγελιστρίας Πατρῶν καί ἐν συνεχείᾳ ἐπιμνημόσυνη δέηση ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του, τῇ συμμετοχῇ πολλῶν Ἱερέων καί πλήθους Λαοῦ, οἱ ὁποῖοι προσέτρεξαν γιά νά ἀποδώσουν φόρο τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης στόν ἣρωα καί ἀπελευθερωτή τῆς Ἑλλάδος.
Γιά τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μίλησε ὁ φιλόλογος κ. Δημήτριος Κομποχόλης, Πρόεδρος τῶν ἐν Πάτραις Ἀρκάδων, ὁ ὁποῖος μέ παλμό καί πατριωτισμό ἀνεφέρθη στόν θρυλικό Γέρο τοῦ Μωρηᾶ. Ὁ ὁμιλητής μεταξύ τῶν ἂλλων ἐτόνισε: «…Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εἶναι ἡ Ἑλλάδα μας. Μᾶς ἐμπνέει, μᾶς καθοδηγεῖ, μᾶς ἐλέγχει…»
Ὁ Σεβασμιώτατος ἐπήνησε μέ θερμά λόγια, τόν κατά πάντα ἂξιο ὁμιλητή καί θύμησε πρός τό πολυπληθές ἐκκλησίασμα, ὃτι ὁ Κολοκοτρώνης ἦτο πιστός στόν Θεό καί παρακαλοῦσε τήν Παναγία μας, γιά νά ἐλευθερωθῇ ἡ Ἑλλάδα.
Μίλησε ὁ Σεβασμιώτατος γιά τήν Παναγία στό Χρυσοβίτσι, στήν Ἐπάνω Χρέπα, γιά τό Βαλτέτσι, ὃπου ὁ Γέρος τοῦ Μωρηᾶ γονάτισε, προσευχήθηκε, κοινώνησε μέ τά παλληκάρια του, πολέμησε καί νίκησε.
Τέλος, ἀνεφέρθη στήν ἀπολογία του, ὃταν τόν δίκαζαν οἱ ἂδικοι δικαστές, στό Ἀνάπλι θυμίζοντας τά λόγια του:
«Πρόεδρος: -Ὁρκίζομαι νὰ εἴπω τὴν ἀλήθεια καὶ μόνη τὴν ἀλήθεια εἰς ὅ,τι ἐρωτηθῶ.
-Ὁρκίζομαι.
-Πῶς ὀνομάζεσαι;
-Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
-Ἀπὸ ποῦ κατάγεσαι;
-Ἀπὸ τὸ Λιμποβίσι τῆς Καρύταινας.
-Πόσων ἐτῶν εἶσαι;
-Ἑξήντα τεσσάρων.
-Τί ἐπάγγελμα κάνεις;
-Στρατιωτικός. Στρατιώτης ἤμουνα. Κράταγα ἐπὶ 49 χρόνια στὸ χέρι τὸ ντουφέκι καὶ πολεμοῦσα νύχτα μέρα γιὰ τὴν πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δὲν κοιμήθηκα μιά ζωή. Εἶδα τοὺς συγγενεῖς μου νὰ πεθαίνουν, τ΄ ἀδέρφια μου νὰ τυραννιοῦνται καὶ τὰ παιδιά μου νὰ ξεψυχᾶνε μπροστά μου. Μὰ δὲ δειλίασα. Πίστευα πὼς ὁ Θεὸς εἶχε βάλει τὴν ὑπογραφή Του γιὰ τὴ λευτεριά μας καὶ πὼς δὲν θὰ τὴν ἔπαιρνε πίσω».