23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1821 – ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ
Τώρα δικαιώνονταν οἱ ἀγῶνες αἰώνων. Τώρα ἔπαιρνε ἐκδίκηση τό Γένος ὁλόκληρο. Τώρα γινόταν πανηγύρι στόν οὐρανό ἀπό τίς ψυχές ὅλων ἐκείνων, πού αἰῶνες ἐσφάδαζαν κάτω ἀπό τό σπαθί καί τό μαχαίρι τοῦ βάρβαρου κατακτητή.
Εὐφραίνονταν οἱ Νεομάρτυρες Δημήτριος καί Παῦλος, τά λαμπρά παλληκάρια τῆς Πελοποννήσου, πού τήν κεφαλήν ἀπετμήθησαν ἐν μέσῃ Τριπολιτσᾷ ὑπέρ τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Πίστεως καί τῆς ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος. Συναγάλλονταν δέ, ὁ ἡρωικός Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Πέτρος ὁ Τριπολίτης, ὁ Ἱερομάρτυς Λάζαρος, οἱ Μάρτυρες τῶν «Ὀρλωφικῶν», πού μέ τρόπο φρικτό ἐτελειώθηκαν στήν «Παλουκόραχη» μέ πρῶτο τόν ἀνασκολοπισθέντα Δεσπότη, τόν Ἐθνομάρτυρα Ἄνθιμο Βάρβογλη.
Ὅμως ὁ Θοδωράκης πρέπει νά τρέξῃ. Τόν περιμένουν. Θά ζοῦν ἄραγε; Εἶναι στήν φοβερή φυλακή τοῦ Σεραγιοῦ τοῦ Πασᾶ. Ἀπό τόν Μάρτη εἶναι στά κάτεργα, ἀπό δέ τόν Ἀπρίλιο τούς ἔχουν δεμένους σέ ἕνα κούτσουρο μέ ἁλυσίδα «ὡς ὀκάδες ἑκατόν» (Ἰωσήφ Ἀνδρούσης). Γιά νά κινηθῇ ἕνας, ἔπρεπε ὅλοι νά γυρίζουν δεμένοι στό ἀπαίσιο ξύλο. Νηστικοί, μέσα στίς λάσπες καί τίς ἀκαθαρσίες. «Τήν Κυριακήν τοῦ Θωμᾶ, 17 Ἀπριλίου 1821, μετεφέρθησαν εἰς τό κάτω μέρος τοῦ Σεραγίου, εἰς δεινοτάτην καί φρικτοτάτην εἱρκτήν τῶν καταδίκων… Αὐτή δέ ἡ εἱρκτή περιωρισμένη εἰς ἕν δωμάτιον ἔκειτο ὑπό τό Σεράγιον ἐπί τοῦ ἐδάφους… καί ἐδέθησαν ὅλοι εἰς τό φοβερόν κούτσουρον, εἰς τάς ὀπάς τοῦ ὁποίου εἰσήρχοντο οἱ πόδες τῶν βασανιζομένων… Εἰσελθόντες δέ εἰς ταύτην τήν φυλακήν, συνέδεσαν διά μακρᾶς ἁλύσεως τούς Ἀρχιερεῖς καί Προύχοντας τήν ἑσπέραν ἐκείνην… ὥστε οὐδέ τούς πόδας ἠδύναντο νά ἐκτείνωσιν, ἀλλά νυχθημερόν καθήμενοι διελέγοντο καί οὕτως διῆλθον ἐπί πέντε ὁλοκλήρους μῆνας, μή δυνάμενοι νά ἀνακλιθῶσι… Ἀέναος ἱδρώς ἔρρεε ποταμηδόν ἐκ τῶν σωμάτων αὐτῶν, ἐξ οὗ τά ἐνδύματα αὐτῶν ἐσάπησαν…» (Διάκονος Ἰωσήφ Ζαφειρόπουλος).
Νά ζοῦν ἄραγε; Εἶναι οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Πελοποννήσου: Ὁ Τριπολιτσᾶς Δανιήλ, ὁ Μονεμβασίας Χρύσανθος, ὁ Ἀνδρούσης Ἰωσήφ, ὁ Δημητσάνης Φιλόθεος, ὁ Ναυπλίου Γρηγόριος, ὁ Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ὁ Κορίνθου Κύριλλος καί ὁ Ὠλένης Φιλάρετος. Μαζί τους καί οἱ Πρόκριτοι: Ἀναστάσιος Μαυρομιχάλης, γιός τοῦ Πετρόμπεη, Ἰωάννης Τομαρᾶς, Ἀντωνάκης Καραπατᾶς, Ἰωάννης Βιλαέτης, Πανάγος Κυριακός, Ἀναγνώστης Κωστόπουλος, Ἀνδρέας Καλαμογδάρτης, Μῆτρος Ροδόπουλος, Σωτηράκης Νοταρᾶς, Ἰωάννης Περούκας, Γιαννούλης Καραμάνος, Ἀναγνώστης Κοπανίτζας, Μελέτης Μελετόπουλος, Νικόλαος Γεωργακόπουλος, Θεόδωρος Δεληγιάννης καί ὁ Παπαλέξης. Τούς κάλεσαν οἱ Τοῦρκοι μέ μπαμπεσιά καί τούς ρίξανε στήν φυλακή, ὥστε νά μείνῃ ὁ ἀγῶνας ἀκέφαλος. Ξέρει ὁ Θοδωρής, ὅτι κάποιοι δέν ἄντεξαν καί ἔφυγαν γιά τόν οὐρανό καί περιμένουν ἀπό ’κεῖ νά δοῦν τήν ἄνοιξη, τόν ἥλιο καί τήν λευτεριά.
Σπάει μέ ὁρμή τήν πόρτα καί μπαίνει στό φοβερό καί ἀνήλιο μπουντρούμι. Ἀκούει βογγητά. Προσπαθεῖ νά γνωρίσῃ τούς σκελετούς, πού ἀναπνέουν μέ δυσκολία. Καταλαβαίνει ἀπό τήν μορφή καί τήν γενειάδα. Ὁ Δεσπότης τῆς Τριπολιτσᾶς, ὁ Δανιήλ! Ζεῖ καί ἀναπνέει μέ δυσκολία, ἀλλά ζεῖ. Δόξα τῷ Θεῷ! Κάνει τόν σταυρό του κλαίοντας ὁ Σταυραετός τοῦ Μωρηᾶ. Σκύβει καί φιλεῖ τό ἁγιασμένο μέτωπο τοῦ Δεσπότη. «Στό ’ταξα Δεσπότη μου ὅτι θά ’ρθῶ καί θά σέ λευτερώσω. Νά τώρα κράτησα τόν λόγο μου…». Καί παρακεῖ, ἄλλος ἀνασαίνει βαρειά. Τρέχει ὁ Στρατηλάτης τοῦ Μωρηᾶ, προσπαθεῖ νά δῇ… Ναί τόν γνώρισε… εἶναι ὁ Ἰωσήφ, ὁ Δεσπότης τῆς Ἀνδρούσης τῆς Μεσσηνίας, Τριπολιτσιώτης καί αὐτός. «Ἰωσήφ, μή πεθάνῃς τώρα…», φωνάζει ὁ Γέρος, «πρέπει νά δῇς λεύτερη τήν Τριπολιτσά, τήν πατρίδα σου. Κάνε κουράγιο Ἰωσήφ, μή μοῦ πεθάνῃς τώρα…». Μέ μιᾶς κόβει τήν βαρειά ἁλυσίδα, παίρνει στόν ὦμο τούς Δεσποτάδες —κόκκαλα μόνο ἔχουν μείνει, μέ τήν σάρκα κολλημένη πάνω τους καί τίς πληγές βαθειές ἀπό τήν σιδερένια λαιμαργιά— καί τούς βγάζει στό φῶς. Οἱ ἄλλοι λευτερώνουν, ὅσους ἀπό τούς Προκρίτους ζοῦσαν ἀκόμη.
Καθώς ὁ ἥλιος λάμπει πάνω ἀπό τήν πόλη, πού εἶναι πνιγμένη στό αἷμα ἀπό τήν φοβερή στῆθος μέ στῆθος μάχη, ἡ μοῦσα πλησιάζει μέ μορφή ἀνθρώπινη καί μέ λαλιά ἀγγέλου τούς θρυλικούς ἀγωνιστές, καί γλυκά τούς θωπεύει μέ τόν ρυθμό της, μεταφέροντας τόν πόνο καί τήν ἐλπίδα ὁλόκληρων γενεῶν:
«Κοιμόμουν μ’ ἕνα ὄνειρο
καί εἶχα μιάν ἐλπίδα
νά ξημερώσω καί νά ἰδῶ
ἐλεύθερη πατρίδα…».
Καί ἐκεῖνοι οἱ μισοπεθαμένοι πού ζωντάνεψαν μέ μιᾶς, πού πῆραν δύναμη λές καί ἦταν λιοντάρια ἀνήμερα, ἀπαντοῦσαν μαζί μέ τόν γυιό τοῦ Κωνσταντῆ καί τῆς Ζαμπέτας (τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη), τραγουδῶντας, θές μυστικά, θές φωναχτά, ὅσο μποροῦσαν, ποιός ξέρει… !
«Ξύπνα καημένε μου ραγιά!
Ξύπνα νά ἰδῇς τήν λευτεριά!».
Ὁ ἡρωικός Ἐπίσκοπος Ἀνδρούσης Ἰωσήφ θά γράψῃ στά ἀπομνημονεύματά του: «Μέσα εἰς τήν φοβεράν φυλακήν, δεμένοι εἰς τό κούτσουρο μέ τήν ἁλυσίδα ὡς ὀκάδες ἑκατόν, σκέλετρα ἐγίναμε καί ἀπέβημεν ἀγνώριστοι. Τό δέρμα ἐκόλλησεν εἰς τά ὀστᾶ μας. Οἱ ψύλλοι καί οἱ κοριοί μιλιούνια μᾶς ἐβασάνιζον…». Αὐτός ὁ Δεσπότης ἔγινε ὁ πρῶτος Μινίστρος (Ὑπουργός) τῆς Θρησκείας καί τῆς Παιδείας τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος. Προσέφερε πολλά στόν τόπο καί ἔφυγε ἀπό αὐτό τόν κόσμο πονεμένος, ἀδικημένος, καταφρονεμένος.
Ὁ Δανιήλ, ὁ Δεσπότης τῆς Τριπολιτσᾶς, πρῶτος ἐξάδελφος τοῦ Ἁγίου Ἐθνοϊερομάρτυρος Γρηγορίου τοῦ Ε’ —ἀλήθεια, τί σόγια ἦταν αὐτά, τί φύτρα, τί καρδιές!— ἔφυγε πάμπτωχος ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί μόνος. Πλοῦτος του, ἡ ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα.
Ὁ πρωτεργάτης τῆς λευτεριᾶς, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, δικάστηκε ἄδικα καί φυλακίστηκε καί παρ’ ὀλίγο νά θανατωθῇ, ἔτσι, γιά τό εὐχαριστῶ… γιατί ἐλευθέρωσε τήν Ἑλλάδα.
Ὅλα αὐτά τά γράφομε, γιά νά μή ξεχνᾶμε τήν ἱστορία μας. Νά μή λησμονοῦμε, μέ ποιά τιμή λευτερωθήκαμε. Ὅλα αὐτά τά ἀνασύρομε γιά μιά ἀκόμη φορά στήν ἐπιφάνεια, γιά νά μάθουν τά παιδιά μας (γιατί δέν γνωρίζουν, ἀφοῦ δέν διδάχθηκαν ποτέ) τήν ἱστορία μας καί τήν ἔνδοξη πορεία τοῦ Γένους μας. Ὅλα αὐτά τά λέμε μέ πόνο ψυχῆς γιά τήν σημερινή κατάντια τῆς Πατρίδος μας, ἀλλά καί μέ ὑπερηφάνεια γιά τούς ἡρωϊκούς προγόνους μας, οἱ ὁποῖοι θυσιάστηκαν γιά νά μᾶς ἐλευθερώσουν. Ὅλα αὐτά τά φωνάζομε μέ ὅλη μας τήν δύναμη, γιά νά ἀκούσουν οἱ «μικροί», οἱ «ὀλίγοι», οἱ «ἐλάχιστοι», οἱ ἀνιστόρητοι, οἱ μητραλοῖες, οἱ παραχαράκτες τῆς ἱστορίας, οἱ πράκτορες καί ὑπηρέτες τῶν ξένων συμφερόντων, πού κάπου-κάπου ὡς ἔχιδνες ὑψώνουν τήν ἀνεγκέφαλη κεφαλή τους καί ἀφήνουν τήν ἰοβόλο γλῶσσα τους, γιά νά σπιλώσουν μνῆμες ἱερές καί ἀγῶνες πού κερδίθηκαν μέ αἵματα, μέ φρικτά μαρτύρια καί θυσίες, τίς ὁποῖες οὐδέποτε οἱ παραπάνω κατενόησαν, ἀφοῦ εἶναι ἀνίκανοι ἀκόμη καί κάτω ἀπό τήν σκιά τῶν ἡρώων νά περάσουν.
Ὅμως ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν Ἑλλήνων ὕψωσε μνημεῖο δόξης γι’ αὐτούς πού θυσιάστηκαν στήν Τριπολιτσά, γιά τούς Ἀρχιερεῖς καί τούς Προκρίτους τῆς Πελοποννήσου, καί ἔστησε λαμπρόν ἀνδριάντα γιά τόν Γέρο τοῦ Μωρηᾶ, ἐκεῖ δίπλα στό μνημεῖο τῶν πρώτων καί ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν πού ἔπεσαν πάνω στά τείχη καί μέσα στήν πόλη τῆς Τριπολιτσᾶς, γιά τήν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ὁλόκληρης.
Τό 1836 ἐκδόθηκε εἰδικό μετάλλιο σέ ἀνάμνηση τῆς ἅλωσης τῆς Τριπολιτσᾶς. Στήν μία ὄψη φέρει τήν ἐπιγραφή «Ο ΔΕ ΘΕΟΣ ΗΓΕΙΤΟ ΑΥΤΩΝ-ΤΡΙΠΟΛΙΣ 23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1821» καί παριστάνει δύο ἀγωνιστές, πού ὑποβοηθοῦν μιά γυναῖκα μέ ἀρχαιοελληνική ἐνδυμασία καί ἀσπίδα νά σηκωθῇ ὄρθια καί στήν ἄλλη τήν προτομή τοῦ Πέτρου Μαυρομιχάλη.
Μάρτυρες στέκονται στούς αἰῶνες αὐτά τά τρόπαια τῆς δόξης καί τῆς νίκης τῶν ἡρώων, μαζί μέ τήν λαϊκή μοῦσα πού τραγούδησε τήν δόξα τῶν ἀγωνιστῶν καί ἐλευθερωτῶν τῆς Τριπολιτσᾶς:
«Πῆραν τά κάστρα, πῆραν τα, πῆραν καί τά δερβένια,
πῆραν καί τήν Τριπολιτσά τήν ξακουσμένη χώρα».
Μάρτυρας τῆς νίκης καί ὁ Ἐθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, ὁ ὁποῖος στόν περίφημο καί ξακουστό Ὕμνο του στήν Ἐλευθερία, ἀφιερώνει μεγάλο μέρος στήν ἀπελευθέρωση τῆς Τριπολιτσᾶς. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρει χαρακτηριστικά:
Ἄ, τί νύχτα ἦταν ἐκείνη,
πού τήν τρέμει ὁ λογισμός,
ἄλλος ὕπνος δέν ἐγίνῃ,
πάρεξ θάνατου πικρός.
. . . . . . . . . . . .
Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀστέρι,
δέν φυσᾷς τώρα σύ πλιό
στῶν ψευδόπιστων τό ἀστέρι.
Φύσα, φύσα εἰς τόν ΣΤΑΥΡΟ
. . . . . . . . . . . .
Ναί, ὅλα αὐτά γιά μή ξεχνᾶμε!
Ναί, ὅλα αὐτά γιά τήν ἱστορία μας καί τούς Ἥρωες καί Μάρτυρες τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος μας!
Ναί, ὅλα αὐτά γιά τά παιδιά μας!