Ανεστιότητα και Παραπεμπτικότητα.
Κριτικές Προσεγγίσεις στά Θεολογικά Δρώμενα.

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου

(Εκδόσεις "Αρμός")

Επτά κείμενα που επιχειρούν να προσεγγίσουν κριτικά, υπό το φως της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας, καίριες πτυχές και προβλήματα της σημερινής θεολογικής μας πραγματικότητας: τη σχέση της θεολογίας με την Εκκλησία, με την ενορία, με τον εθνικισμό, με την υπακοή, με την εξουσία, με τη σπουδή.

Βασικός άξονας του βιβλίου είναι οι εξής σκέψεις:

Η Ανεστιότητα είναι το χαρακτηριστικό μιας Θεολογίας που ασκείται ξεσπιτωμένη· δίχως, δηλαδή, τη φυσική της εστία, την εκκλησιαστική κοινότητα.

Παραπεμπτικότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό εκείνων που δεν λειτουργούν σαν τέρμα, αλλά σαν δείκτης προς κάτι άλλο· προς κάτι σπουδαίο που θα 'ναι κρίμα να κουκουλωθεί ή να σκιαστεί.

Αν, λοιπόν, η Ανεστιότητα είναι από τα κύρια χαρακτηριστικά της Θεολογίας σήμερα, η Παραπεμπτικότητα μάλλον πρέπει να είναι το χρέος της. Ως ανέστια η Θεολογία δεν χρειάζεται ούτε να σιγεί ούτε να κλαψουρίζει. Χρειάζεται το αντίθετο: να λαλεi και να λειτουργεί έτσι που να παραπέμπει στην εστία της, να τη νοσταλγεί και να κάνει εργόχειρo το στέριωμά της.


(Περιοδικό "ΣΥΝΑΞΗ" τ.68, 1998)

Αν ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ με τον όρο Ψευδομόρφωση ανέλυσε το φαινόμενο της ύπαρξης ενός θεολογικού στοχασμού ξένου και αλλότριου με τα βιώματα της εκκλησιαστικής κοινότητας, ο Θανάσης Παπαθανασίου -βαθύς γνώστης του Φλωρόφσκυ- μας θέτει ενώπιον της ανάστροφης Ψευδομόρφωσης, τoυ φαινομένου δηλαδή της ύπαρξης εκκλησιαστικών πρακτικών και βιωμάτων αλλότριων με την ορθόδοξη θεολογία. Μετά τη "βαβυλώνειά της αιχμαλωσία" και την εύρεση της ορθόδοξης ταυτότητάς της η θεολογία έχει ως οδηγό και σημείο αναφοράς της την εσχατολογική Βασιλεία, την καθολική ενότητα, πλουτίζοντας έτσι τον άνθρωπο με δείκτες και κριτήρια ζωής, ώστε να διακρίνει το αληθινό από το ψευδές, το μείζον από το έλασσον, το μέγιστο από το ευτελές. Η θεολογία με την εσχατολογική της παραπεμπτικότητα προσφέρει στον άνθρωπο μια νέα ιεράρχηση αναγκών, νοηματοδοτεί κάθε πτυχή της ζωής. Ενώ όμως η θεολογία παραπέμπει στην αλήθεια, η φυσική της εστία, η Εκκλησία, σε αρκετές περιπτώσεις, φαίνεται να μην λειτουργεί και να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τις θεολογικές της συνισταμένες, με συνέπεια η θεολογία να παραμένει ανέστια.

Ο Παπαθανασίου παρουσιάζει και κρίνει τέτοιαν φαινόμενα ανεστιότητας της θεολογίας, καταστάσεις δηλαδή στην εκκλησιαστική ζωή που δεν εμπνέονται και δεν στοιχούνται από τη θεολογική της ταυτότητα. Ακόμη και στο πλέον θεμελιώδες γεγονός της Εκκλησίας, τη λατρεία, παρείσφρησε μια ατομικιστική θεώρηση της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό και μια μαγική αντίληψη για τα δρώμενα στο ναό, πράγμα που δημιουργεί τάσεις προς την ανιστορικότητα και την ιδεοληψία. Δυαλιστικές προσεγγίσεις αρχίζουν να παρασύρουν σε ψευτοδιλήμματα του τύπου προσευχή ή Ιεραποστολή, ενορία ή χαρισματούχοι, τον ορθολογισμό αντικαθιστά ο υποκειμενισμός, την άσαρκη γνώση ή άλογη πίστη. Οι ψυχολογικές αγκυλώσεις απλώς αλλάζουν ένδυμα, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό του έσωθεν και έξωθεν κόσμου. Ο νομιναλιστής της θρησκείας, αρνούμενος το ψυχικό τίμημα που προϋποθέτει η βίωση της ελευθερίας και της ευθύνης, εύκολα υποκύπτει στους τρεις αιώνιους πειρασμούς: "θαύμα, μυστήριο, εξουσία", με αποτέλεσμα να συγχύζει "την τέλεση της θείας λειτουργίας με το θεατρινισμό, την προσέλευση στην ιεροσύνη με τον επαγγελματισμό, την προσευχή με το φαρισαϊσμό, τη δημιουργία νεανικών ομάδων με τον πατερναλισμό, την κατασκήνωση με το σεκταρισμό, την αγαμία με τον καριερισμό, την έκδοση βιβλίων με το χρηματισμό" (60), Η Εκκλησία, έχοντας απολέσει τη θεολογική της αυτοσυνειδησία, εκπίπτει σε γραφειοκρατικό οργανισμό που ικανοποιεί τις λεγόμενες "θρησκευτικές ανάγκες" του λαού, υποβιβάζοντας τη θεολογία σε υποβοηθητική της υπηρεσία προς το σκοπό αυτό. Μεταβαλλόμενη όμως η Εκκλησία σε θρησκευτικό σωματείο, σε φανατική περιχαράκωση καθαρών, σε μια ακόμη ομάδα κοινωνικής διεκδίκησης, παύει να είναι η κρίση του κόσμου, συμβιβάζεται με το κατεστημένο και ολισθαίνει σε ένα εθνοφυλετισμό εγχώριου τύπου, αφήνοντας τον άνθρωπο να παραπαίει μόνος και αβοήθητος ενώπιον των μεγάλων υπαρξιακών προβλημάτων.

Ο συγγραφέας όμως δεν μένει μόνο στη διαπίστωση της αλλοτρίωσης, Προσφέρει συνάμα και τις θεολογικές προϋποθέσεις για υπέρβαση της θεολογικής ανεστιότητας. Ολόκληρο, το βιβλίο είναι μια δυναμική διάνοιξη τέτοιων προοπτικών. Ο Παπαθανασίου διακονεί μια θεολογία που τρέφεται από το έσχατο, που ευαγγελίζεται την καθολική ανακαίνιση των πάντων. Μέσα από το βιβλίο η θεολογία προβάλλει ως η συνείδηση της Εκκλησίας, αυτή που καθαίρει τα αισθητήριά μας ώστε να βιωθεί αυθεντικά η σχέση με τον Θεό, και κατ' επέκταση η σχέση με τους άλλους. Δεν είναι τυχαίο που ο Παπαθανασίου μας θυμίζει ότι ακόμη και για την επιλογή πνευματικού προϋποτίθενται κριτήρια θεολογικά. Ο πιστός δεν πρέπει να ξεχνά ποτέ ότι η Εκκλησία είναι η συνάντηση του κτιστού με το Άκτιστο, η ελεύθερη κατάφαση του ανθρώπου στην πρόσκληση αγάπης του Θεού. Τούτο βιώνεται μέσα σε μια κοινότητα που ζητά να υπερβεί κάθε διάκριση, βιολογικής ή κοινωνικής υφής, που ζητά να μεταμορφώσει σύνολη την ανθρώπινη ζωή. Η Εκκλησία, ως ο κόσμος του κόσμου, οφείλει να προσλαμβάνει και να μεταμορφώνει οτιδήποτε αληθινό. Τότε τα πάντα συνδέονται και κρίνονται από την εμπειρία της σχέσης με τον Χριστό, παύουν να αυτονομούνται από τη δημιουργική πνοή της Ζωής. Καλείται λοιπόν η θεολογία να δείξει όχι μόνο την έλλειψη βιώματος αλλά, όπως προσφυώς αναφέρει ο συγγραφέας, και να βιώσει την έλλειψη, και άρα να παραπέμψει στην αναγκαιότητα της πλήρωσης.

Παρουσιάζοντας ο Παπαθανασίου το εσχατολογικό όραμα της θεολογίας μάς προφυλάσσει ταυτόχρονα και από τόν πειρασμό οποιουδήποτε μεσσιανισμού, υπενθυμίζοντάς μας ότι η Εκκλησία βρίσκεται εν πορεία, in statu viae, και άρα μέσα στην ιστορία έχουμε μόνο πρόγευση της εσχατολογικής τελείωσης. Η συνειδητοποίηση αυτή σημαίνει ότι και η θεολογία οφείλει να προβαίνει σε αυτοέλεγχο και αυτοκριτική, αρνείται να εμφανίζεται ως ένα αυθύπαρκτο μέγεθος δίπλα από την Εκκλησία, για να ξαναγίνει η κριτική της συνείδηση, η προφητική της μαρτυρία, η ζωντανή συνδιαλλαγή της με τον περιβάλλοντα κόσμο. Άλλωστε του το αποτελεί και έσχατη φιλανθρωπία, αφού η κατάδειξη της αλλοτρίωσης συντελεί στην υπέρβασή της, αφού η παραπεμπτικότητα βοηθά τον άνθρωπο να μη χάσει το μέγιστο δώρο: την Εκκλησία.

Στις "μικρές παρουσίες" (59) εκκλησιαστικών ανθρώπων και τοπικών Εκκλησιών που διακονούν επαξίως τη θεολογία της παραπεμπτικότητας στην εσχατολογική εστία, φανερώνοντας παράλληλα ότι η Εκκλησία δεν παύει ποτέ να βιώνεται, συγκαταλέγεται δίχως άλλο και ο Θανάσης Παπαθανασίου.     

ΣΤΑΥΡΟΣ Σ. ΦΩΤΙΟΥ
Επίκουρος Καθηγητής
Πανεπιστημίου Κύπρου
 

 

 



Περιεχόμενα
Επιστροφή