ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

"ΟΤΑΝ Ο ΣΠΗΛΑΙΟΚΤΗΤΗΣ ΕΡΘΕΙ"

Εκδ. ΑΙΟΛΟΣ, Αθήνα 1995, σσ. 52

Είναι το τρίτο ποιητικό βιβλίο του π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ (αυτή τη φορά από τις Εκδόσεις ΑΙΟΛΟΣ, με την καθοριστικής σημασίας επιμέλεια του ΣΠΥΡΟΥ Γ. ΚΑΡΥΔΑΚΗ), μές από το οποίο επιχειρείται η πρόσβαση στα έσχατα και στην προοπτική του κόσμου ετούτου. Που σημαίνει, ότι ΟΤΑΝ Ο ΣΠΗΛΑΙΟΚΤΗΤΗΣ ΕΡΘΕΙ, είναι ανάγκη να βρει τον καθένα μας με το ανάλογο ένδυμα, είτε ως "προσμονάριους" επί σκοπόν, είτε ως "εωθινούς" μονάζοντες κι αφουγκραζόμενους την διασώζουσα "ριπή φωτός". Ο αναμενόμενος Σπηλαιοκτήτης, εντέλει ποιος είναι; Είναι το σαρκωμένο όνειρο, το κυριαρχικό χαμόγελο ή το δάκρυο το λυτρωτικό, ο ανίκητος Έρως, ό θείος ίσως, ο Ιησούς της Εκκλησίας, ο νηφάλιος και μυστικός Επισκέπτης των ψυχών μας;;;

Ίσως ένα απ' όλ' αυτά, μάλλον όμως όλα ετούτα μαζί. Μια πρώτη ανάγνωση, παραδείγματος χάριν, του ποιητικού δίπολου "ΑΠΟΛΕΠΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ" θα λύσει (ή και μπορεί να περιπλέξει τους αμύητους) τους όποιους γρίφους. [Βλ. τον διαδικτυακό τόπο: http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/Tetramina/59-61/5.html].

Εισοδεύοντας ο αναγνώστης στο βιβλίο αυτό, συναντά έναν απρόσμενο πίνακα της ευαίσθητης ζωγράφου ΜΑΡΙΑΣ ΡΟΥΣΕΑ και στη συνέχεια ξεναγείται στίς εξής πέντε ενότητες:

  1. ΔΥΟ ΣΑΒΒΑΤΑ ΕΛΛΗΝΟΠΡΕΠΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΕΛΗΝΗ ΕΤΑΙΡΑ
  2. ΝΗΨΗ
  3. ΑΠΟΨΕ Η ΚΑΨΑ
  4. ΕΑΡΙΝΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ και
  5. το καταληκτικό και κυριαρχικό του βιβλίου ποίημα Ο ΣΠΗΛΑΙΟΚΤΗΤΗΣ.

Ακολουθεί ένα μικρό δείγμα γραφής από τη "ΝΗΨΗ":

«Ἡ σαλότης αὐτή διέξοδος εἶναι μόνη τῶν ἀπελπισμένων, τῶν ἐσωτερικῶν ἀνθρώπων, τοῦ ἀπροσπέλαστου δάσους, ὅταν ἡ μονή μαγειρεύει σκορδαλιά, ὅταν κοιμᾶται ἡ Παναγία κι ἀφουγκράζεται ἀργά τά ξώφυλλα νά σπαράζουν. Μήτε στάλα κονιάκ, μήτε ἡ ἄχνα τῆς σόμπας.

Εἶναι πού κοιμᾶται στό Δέντρο ἀποκάτου ὁ Σαλός ἄξαφνα, ὁ πολλά φτωχός, ὁ πού τήν ἱερή ἀπλυσία ἐζήλωσε, μέ τήν ἔγνοια μήπως ἡ σφραγίδα τόνε συντρίψει. Καί παραπέρα ὁ Ἔξαρχος, ὁ ἀποτρόπαιος τρόπος του, ὁ Κλειδοῦχος τοῦ ναοῦ.

Ἔπειτα ἡ ἔρμη Γυναίκα πού θά μοῦ σερβίρει τόν καφέ μέ τ΄ ἀρωματικά, ἡ πετροβολημένη, ἡ ἀνέστια, ἡ πού θά μαζωχτεῖ παρά τό φρέαρ τῶν ὀδυρμῶν, ἡ πού θά τοῦ φωνάξει μιά μέρα τοῦ κόσμου τό ἄκρο δίκιο της

καί γώ πού διαβλέπω ἀπό δῶ ἀπ΄ τό κελλάκι μου πόσο μά πόσο εὔκολα ἡ ἀγάπη νικιέται ἀπό τή θλίψη, τό χτές μπαίνει βαθιά πολύ βαθιά στό αὔριο.»



Περιεχόμενα
Επιστροφή