ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 148η
Χ Ρ Υ Σ
Ο Σ Τ Ο Μ Ο Σ
ΕΛΕΩ
ΘΕΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ
ΚΑΙ
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΑΤΡΩΝ
Πρός
τό Χριστεπώνυμον Πλήρωμα
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν.
ΜÝσα στὴ βαρυχειμωνιὰ τῆς πλÞξης ἐξ’ αἰτßας τῆς ἁμαρτßας καὶ τῆς ἀποστασßας ἀπὸ τὸν Θεü ۠μÝσα στὴν ἀπελπισßα καὶ τὴν ἀπογοÞτευση ποý βιþνομε, ἐξ αἰτßας τῆς θεοποßησης τοῦ ἑαυτοῦ μας. τþρα ποὺ ὑψþνομε ἀπεγνωσμÝνα τὰ χÝρια καὶ ζητᾶμε βοÞθεια, γιὰ νὰ μὴ καταποντισθοῦμε στὸ βυθὸ, ποὺ ἐδημιουργÞσαμε μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ ἀδιÜκριτη συμπεριφορÜ μας ۠ αὐτÞ τÞν ὥρα, ἔρχεται γιὰ μιÜ ἀκüμα φορÜ ὁ Θεὸς, νὰ δþσῃ λýση στὸ ἀνθρþπινο δρᾶμα, νὰ ἁπαλýνῃ τὸν πüνο μας, νὰ μᾶς παρηγορÞσῃ καὶ νÜ μᾶς θεþσῃ.
Ἔρχεται ὅπως τüτε, ποὺ ὁ πüθος τῶν ἀνθρþπων γιὰ λýτρωση παρεβßασε τοῦ οὐρανοῦ τὶς πῦλες. Ἔρχεται, ταπεινÜ καß ἀθüρυβα, γιὰ νὰ γκρεμßσῃ τὰ τεßχη τοῦ ἐγωισμοῦ, ποὺ ὑψþσαμε ἀνÜμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ παýσῃ τὸν θüρυβο, ποὺ μᾶς δημιουργῇ ἐσωτερικὴ ταραχὴ καὶ σýγκρουση καὶ γιὰ νὰ σþσῃ τὸ δημιοýργημÜ του ἀπὸ τὸν ὠκεανὸ τῆς ἀπελπισßας, τοῦ μßσους καὶ τῆς ὀδýνης τῆς ἁμαρτßας.
Κλßνας οὐρανοὺς κατÝβῃ ὁ ὑπερτÝλειος Θεὸς γενüμενος ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἐσκÞνωσε μÝσα στὰ πανÜγια σπλÜχνα τῆς Παναγßας Θεοτüκου, τὴν ὁποßα προσÝφερε ὡς δοχεῖον καθαρþτατον καὶ ὡς κιβωτὸν πÜγχρυσον, τὸ ἀνθρþπινο γÝνος. Ὅμως «ὁ Θεüς ἀεß
γεννᾶται θÝλων», διüτι οὐδÝποτε ἔπαυσε νÜ ἀγαπÜῃ
τü πλᾶσμα του, παρÜ τÜ ὅποια παραπτþματÜ μας.
Χριστοýγεννα
σÞμερα. Ὁ Κýριüς μας βαστÜζεται στÜ Ἄχραντα χÝρια τῆς
Παναγßας μας. Ἡ Παναγßα εἶναι ὁ τýπος τῆς Ἐκκλησßας,
ὅπου διÜ τοῦ ΣαρκωθÝντος Κυρßου μας, σωζüμεθα.
Δὲν
μποροῦμε, νὰ ἀτενßσωμε τὴν Παναγßα χωρὶς τὸν
Χριστü. Οὔτε δυνÜμεθα, νÜ θεωρÞσωμε τὴν Ἐκκλησßα χωρὶς
τὸν ἐνανθρωπÞσαντα, τὸν καταβÜντα μÝχρις Ἅδου ταμεßων
καὶ ἐκ νεκρῶν ἀναστÜντα Κýριü μας.
Ἕνα
βασανιστικὸ ἐρþτημα, ὅμως, ἀνεβαßνει, ἀπὸ
τὴν καρδιÜ μας.
Ἔχομε
ἆρα γε συνειδητοποιÞσει τὸ γεγονὸς τῆς κενþσεως,
τοῦ ἀδειÜσματος δηλαδÞ τοῦ Θεοῦ, τῆς ἄκρας Αὐτοῦ
οἰκονομßας καὶ συγκαταβÜσεως ἢ μÞπως ἀλλοτριωμÝνοι,
ἀπὸ τὰ ποικßλα πÜθη μας, ἀδυνατοῦμε νὰ
συλλÜβωμε τὸ μÝγιστο θαῦμα;
Θὰ
ὑπηρετÞσωμε τὸ γεγονὸς τῆς θεßας Σαρκþσεως ὡς
ὁ ἸωσÞφ, ὁ ὁποῖος μὲ ταπεßνωση καὶ
ὑπακοÞ, ἔκλινε γüνυ ἐνþπιον τῆς Θεßας Ἀποκαλýψεως
ἢ θὰ ἐπιμεßνωμε στὴν λογικὴ ἐξÞγηση
τῶν οὐρανßων πραγμÜτων, ἀπολυτοποιþντας τÞν φτηνÞ καß
πεπερασμÝνη ἀνθρþπινη λογικÞ καß θεοποιþντας τὸν ἑαυτü μας;
Θὰ
σκýψωμε, νὰ προσκυνÞσωμε τüν νηπιÜσαντα Κýριο; ΘÜ γßνωμε μÝτοχοι
τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνßας, στÞν ὁποßα μᾶς
καλεῖ ἤ θὰ τηρÞσωμε τὴν στÜση τοῦ Ἡρþδη, ἐξορßζοντες
ἀπὸ τὴν ζωÞ μας τὴν ἀγÜπη πρὸς τὸν Θεὸ
καὶ πρὸς τὸν ἄνθρωπο;
ὉποιαδÞποτε
στÜση, φÝρει τὴν δικÞ μας εὐθýνη ἀκεραßα καὶ
ἐπιφÝρει τὰ ἀνÜλογα ἀποτελÝσματα.
Ἀδελφοß
μου, οἱ πÜντες πλÝον γνωρßζομε, ὅτι ἡ ἀνθρωπüτητα
ἔχει φτÜσει στὰ ὅριÜ της. Ἡ Πατρßδα μας χρειÜζεται
ἔξοδο ἀπὸ τὸ τÝλμα, τὴν ὀδýνη καὶ
τὰ μαρτýριÜ της.
Ἡ
κραυγὴ τοῦ σýμπαντος κüσμου, ἀκοýεται δυνατὴ καὶ ἀντηχεῖ
γοερὴ μÝσα ἀπὸ τὸ βÜραθρο τῆς ἀπελπισßας, «Κýριε ἐλÝησον».
Ὁ
οὐρανὸς ἀκοýει αὐτὴ τὴν ἀπελπισμÝνη ἀναζÞτηση
βοηθεßας καὶ ἀπαντᾶ: «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ
οὐδενὶ ἡ σωτηρßα εἰ μὴ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
τῷ ἐνανθρωπÞσαντι Θεῶ ἡμῶν, ὧ ἡ δüξα,
ἡ τιμὴ καὶ τὸ κρÜτος εἰς τοὺς αἰῶνας.
ἈμÞν.»
ΠαιδιÜ
μου εὐλογημÝνα, σᾶς ἀσπÜζομαι ὅλους μÝ ἀγÜπη
πατρικÞ καß εὔχομαι τÜ ἔτη σας νÜ εἶναι πολλÜ καß
εὐλογημÝνα.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
2011
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
|
ÅðéóôñïöÞ |