Ο
ΟΥΡΑΝΟΦΑΝΤΩΡ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
ΚΑΙ Ο ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ «ΑH-ΒΑΣΙΛΗΣ» Τοῦ ΣεβασμιωτÜτου
Μητροπολßτου Πατρῶν
ΤÞν 1η Ἰανουαρßου ἡ
ἁγßα μας Ἐκκλησßα ἑορτÜζει τÞν μνÞμη ἑνüς ἐκ τῶν
μεγαλυτÝρων ΠατÝρων καß ΔιδασκÜλων της, τοῦ ἐν Ἁγßοις Πατρüς ἡμῶν
Βασιλεßου τοῦ ΜεγÜλου, Ἀρχιεπισκüπου Καισαρεßας τῆς
Καππαδοκßας, ὁ ὁποῖος διεκρßθη:
·
ὡς
ἀσκητÞς,
·
ὡς ἄριστος θεολüγος,
·
ὡς ἐλεÞμων καß φιλÜνθρωπος,
·
ὡς μýστης τοῦ Δεσπüτου καß φαεινüς φωστÞρ
τῆς Ἐκκλησßας,
·
ὡς ἹερÜρχης μÝ παρρησßα καß θυσιαστικÞ
διÜθεση γιÜ τÞν προÜσπιση τῶν θεßων ἀληθειῶν,
·
ὡς
πολυγραφüτατος Ἐκκλησιαστικüς ΠατÞρ καß ΔιδÜσκαλος.
Ὅλοι γνωρßζομε ἐπßσης ὅτι
συνÝταξε τÞν Θεßα Λειτουργßα, ἡ ὁποßα ἐπιτελεῖται κατÜ
τÞν ἡμÝρα τῆς ἑορτῆς του, τßς πÝντε πρῶτες
ΚυριακÝς τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς, τßς παραμονÝς τῶν μεγÜλων
Δεσποτικῶν Ἑορτῶν ΧριστουγÝννων καß Θεοφανεßων, ὡς καß κατÜ
τÞν Μεγ. ΠÝμπτη καß τü ΜÝγα ΣÜββατο.
Αὐτüν τüν ἅγιο καß μεγÜλο ΠατÝρα τιμᾶμε
τÞν 1η Ἰανουαρßου ἑκÜστου ἔτους, μÝ ὕμνους
καß ὠδÝς πνευματικÝς, καß αὐτüν παρακαλοῦμε νÜ μεσιτεýῃ
πρüς Κýριον ὑπÝρ τῆς σωτηρßας μας. Αὐτüν προβÜλλομε ὡς
πρüτυπο ἀρετῆς καß ζωῆς πνευματικῆς, τüσον στÜ παιδιÜ
μας, ὅσον καß στοýς μεγαλυτÝρους.
Ὁμως δυστυχῶς, ὑπÜρχει καß ὁ
ἐμπορικüς «ἅη-βασßλης», ὁ ὁποῖος ἐπινοÞθηκε
καß κατασκευÜσθηκε ἀπü τÞν Δýση, προκειμÝνου νÜ ἐπιτυγχÜνεται ἐμπορικü
κÝρδος μÝσω τῆς διαφημßσεως καß τῆς προβολῆς του. Ἔτσι
οἱ περισσüτεροι, μικροß καß μεγÜλοι, αὐτÝς τßς ἡμÝρες
γνωρßζουν ἕναν «Ἅγιο Βασßλη», ποý οὐδεμßαν σχÝση ἔχει
μÝ τüν Οἰκουμενικü ΠατÝρα καß ΔιδÜσκαλο τῆς Ἐκκλησßας ὁ
ὁποῖος ἔζησε μüνο 49 ἔτη ἐπß τῆς γῆς,
καß ὅμως ἄφησε τερÜστιο πνευματικü καß κοινωνικü ἔργο, ὥστε
ἡ Ἱστορßα, ἡ ὁποßα οὐδÝποτε χαρßζεται καß σπÜνια
συγκαταβαßνει, ὡς ἔχει εὐστüχως εἰπωθῇ, νÜ ὑποκλιθῇ
ἐνþπιüν του καß νÜ τοῦ χαρßσῃ τüν τßτλο τοῦ «ΜεγÜλου».
Αὐτüς ὁ ΜÝγας ἀνÞρ, ὁ
κολοσσüς τῆς σοφßας καß τῆς γνþσεως, ὁ ἹερÜρχης ὁ
ὁποῖος ἕνωσε δýο κüσμους, τüν Χριστιανικü καß τüν Ἑλληνικü,
φÝρει ὡς δῶρο σÝ μᾶς τÞν ἀγÜπη του, καß κηρýττει τÞν ἀλÞθεια
περß τοῦ ἑνüς καß μüνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
ἐνηθρþπησε γιÜ νÜ θεþσῃ τüν ἄνθρωπο.
Αὐτüς ὁ ἹερÜρχης, ὁ ὁποῖος
ἀπεκλÞθη ἀπü τüν ἱερü ὑμνογρÜφο «θεßα καß ἱερÜ τῆς Ἐκκλησßας
μÝλισσα», μᾶς ἐμπνÝει, εἰδικÜ σÞμερα, σÝ μιÜ ἐποχÞ
δýσκολη, σÝ ἔργα φιλανθρωπßας καß φιλοθεÀας, προκειμÝνου νÜ βιþσωμε τü μεγαλεῖο
τῆς ἑνüτητος καß τῆς κοινωνßας προσþπων ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ τῷ Κυρßῳ ἡμῶν.
Αὐτüς ὁ ἹερÜρχης, ὁ ὁποῖος
ἔκανε πρÜξη στÞν ζωÞ του τÜ λüγια τοῦ Ἀποστüλου Παýλου «τßς ἀσθενεῖ
καß οὐκ ἀσθενῶ; τßς σκανδαλßζεται καß οὐκ ἐγþ
πυροῦμαι;» (Β’ Κορ. ια’, 29), εὐαγγελßζεται στüν κüσμο τü μÞνυμα τῆς ἀλληλεγγýης,
τῆς ἀλληλοπεριχωρÞσεως καρδιῶν, τῆς θυσßας, ὥστε
μÝσα ἀπü τÞν δικÞ μας πτωχεßα, τü δικü μας ὑστÝρημα, νÜ ζÞσουν καß
οἱ ἄλλοι, οἱ ἐλÜχιστοι ἀδελφοß μας, στÜ πρüσωπα τῶν
ὁποßων διακονεῖται ὁ ἴδιος ὁ Θεüς.
Αὐτüς ὁ ἹερÜρχης μᾶς
διδÜσκει, μÝ τÞν ἰσÜγγελο βιοτÞ καß πολιτεßα του, ὅτι «πλησßον μας»
εἶναι ὁ κÜθε ἄνθρωπος, ἀδιακρßτως φυλῆς, γλþσσης,
κοινωνικῆς τÜξεως, μορφþσεως, θρησκεýματος, κλπ. Ἡ ἀγÜπη ὅρια
δÝν ἔχει. ΣτÞν «ΒασιλειÜδα» του
εὕρισκαν ἀναψυχÞ, ἀγÜπη, φροντßδα, περßθαλψη ψυχικÞ καß
σωματικÞ, ὄχι μüνο οἱ Χριστιανοß, ἀλλÜ καß οἱ εἰδωλολÜτρες.
ΣÝ χρüνια δýσκολα, ποý οἱ λεπροß ἐγκατελεßποντο
ἐκτüς τῶν τειχῶν τῆς πüλεως, ἵνα μÞ «μιανθῶσιν»
οἱ ἄλλοι, σÝ τÝτοια χρüνια ἀπανθρωπßας, ὁ ΜÝγας ΠατÞρ
καß ἹεροφÜντης, μαζß μÝ τü ἐπιτελεῖο τῶν ἐθελοντῶν
τῆς ἀγÜπης, ἤ τß λÝγω, τῆς θυσßας, ἐξÞρχετο γιÜ νÜ
περισυλλÝξῃ τοýς «ἀποβλÞτους» τῆς «κοινωνßας», χωρßς νÜ ὑπολογßζῃ
κüπους, μüχθους, ἀλλÜ καß τÞν ἴδια τÞν ζωÞ του, τüσον αὐτüς, ὅσον
καß οἱ συνεργÜτες του. ἘφÞρμοσε τÞν διακονßα τῆς ἀνιδιοτελοῦς
προσφορᾶς καß τῆς θυσιαστικῆς ἀγÜπης.
Αὐτüς ὁ ἹερÜρχης, φῶς καß ἀλÜτι
τοῦ κüσμου, μÝ τÜ ὁλοφþτεινα μÜτια του καß τÞν γαλÞνια μορφÞ του,
περνÜει μπροστÜ ἀπü τοýς νÝους μας, ποý παραπαßουν τῇδε κακεῖσε
πρüς ἀναζÞτηση νοÞματος ζωῆς, καß τοýς καλεῖ νÜ μοιÜσουν τῆς
μÝλισσας, ἡ ὁποßα παßρνει ἀπü τü ἄνθος ὅ,τι
χρειÜζεται προκειμÝνου νÜ δþσῃ τü μÝλι, ἐνῷ ὅ,τι τῆς
εἶναι ἄχρηστο, τü Ýγκαταλεßπει καß φεýγει. Ἐνθυμεῖσθε
πιστεýω τÞν πραγματεßα τοῦ Ἁγßου, «Πρüς τοýς ΝÝους, ὅπως ἄν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο
λüγων» (βλ. κεφ. 4).
ΜÝ σýγχρονο τρüπο θÜ μποροῦσε κÜποιος νÜ πῇ
σÞμερα στÜ παιδιÜ, βÜζοντας στü στüμα τοῦ ΜεγÜλου Βασιλεßου τÜ ἑξῆς
λüγια: «ΠαιδιÜ μου, νÜ μετÝχετε στü
τραπÝζι τῆς ζωῆς, ἀλλ’ ὄχι στü ξÝφρενο συμπüσιο...!».
·
Ὁ ἄλλος, ὁ ἐμπορικüς
ὅπως τüν ὀνομÜσαμε, «ἅη-βασßλης», οὐδεμßαν ἔχει
σχÝση μÝ ὅλα τÜ παραπÜνω, καß ὡς ἐκ τοýτου μÝ τÞν διδασκαλßα
τῆς Ἐκκλησßας.
Εἶναι ὁ τροφαντüς ἐπισκÝπτης, ὁ
ὁποῖος ἔρχεται ἀπü μακρυνÜ καß ξωτικÜ μÝρη καß τü μüνο
ποý φÝρνει εἶναι γλυκßσματα καß κοσμικÜ δῶρα, διακÝδαση καß
πρüσκαιρη χαρÜ. ΜÝσα ἀπü αὐτüν τüν μῦθο, δυστυχῶς,
προσπαθοῦμε νÜ νοηματοδοτÞσωμε τÞν ζωÞ τῶν παιδιῶν μας καß νÜ
τοýς δþσωμε «χαρÜ». Αὐτüς ὁ παχουλüς καß καλοφαγÜς ἐπισκÝπτης
δÝν ἔχει καμμßα σχÝση μÝ τÞν Ὀθüδοξη ΠαρÜδοση, ἀλλÜ οὔτε
καß μÝ τÞν ἙλληνικÞ πραγματικüτητα. Εἶναι ξÝνος μÝ τÜ δικÜ μας ἤθη,
ξÝνος μÝ τÞν ψυχοσýνθεσÞ μας, μÝ τü παρελθüν μας, μÝ τÞν πνευματικüτητÜ μας.
Αὐτüν ἐν πολλοῖς περιμÝνουν οἱ
ἄνθρωποι, καß κυρßως τÜ παιδÜκια, σÞμερα. Γι’ αὐτüν ξενυχτοῦν.
Γι’ αὐτüν γλεντᾶνε καß ἑορτÜζουν. Γι’ αὐτü τüν λüγο καß
εἶναι λßγοι οἱ ἐκκλησιαζüμενοι τÞν ἡμÝρα τῆς Ἑορτῆς
τοῦ Ἁγßου Βασιλεßου, ἡ ὁποßα συμπßπτει μÝ τÞν εἴσοδü
μας στü νÝο ἔτος κατÜ τü κοσμικü ἡμερολüγιο. (Ὑπενθυμßζομε ὅτι
ἡ ἀρχÞ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἡ «ἀρχÞ
τῆς Ἰνδßκτου» ὅπως τÞν ὀνομÜζομε, ἑορτÜζεται τÞν
1η Σεπτεμβρßου).
Πüσο ὡραῖο θÜ ἦτο νÜ μιλοýσαμε
στÜ παιδιÜ μας γιÜ τüν μεγÜλο Ἅγιο τῆς Ἐκκλησßας! Ἀντß
γιÜ τßς κÜρτες καß τÞν ὅποια διαφÞμιση ἑνüς ψεýτικου εἰδþλου,
νÜ τοýς παρουσιÜζαμε τÞν Εἰκüνα τοῦ τρισμεγßστου Φωστῆρος τῆς
ΟἰκουμÝνης! ΝÜ ἐξηγοýσαμε γιατß εἰκονßζεται ἔτσι ὁ
ΜÝγας Βασßλειος. Τß ἔκανε στÞν ζωÞ του ἀπü τüτε ποý γεννÞθηκε, μÝχρι
ποý ἔφυγε γιÜ τüν Οὐρανü. Πῶς ἄκουε τÜ ὅσα τοῦ
ἔλεγε ἡ ἁγßα μητÝρα του ἘμμÝλεια, ἡ ἁγßα
γιαγιÜ του Μακρßνα, καß ἡ ἁγßα ἀδελφÞ του Μακρßνα. Πῶς
ρουφοῦσε στÞν κυριολεξßα τÞν γνþση, μελετῶντας ἐκτüς ἀπü
τÞν κοσμικÞ σοφßα καß τÞν θεßα θεωρßα. Πῶς ὅταν ἔφυγε ἀπü
τÞν πατρßδα του καß βρÝθηκε στÞν κοσμοπολßτικη τüτε ἈθÞνα γιÜ νÜ φοιτÞσῃ
στßς περßφημες σχολÝς της, διατηρÞθηκε ἁγνüς, πιστüς στüν ἀληθινü
Θεü, παρ’ ὅτι συνανεστρÝφετο καß μÝ εἰδωλολÜτρες. Πῶς μÝσα ἀπü
τßς συνομιλßες του μÝ τοýς «συμφοιτητÝς του» ποικßλων ἐνδιαφερüντων, ὅπως
ἦταν ὁ Ἰουλιανüς, ὁ ἀποκληθεßς ΠαραβÜτης, ὑπεστÞριζε
τÞν ἀλÞθεια μÝ παρρησßα καß σοφßα. Πῶς αὐτüς ὁ μÝγας
φιλÜνθρωπος διεχειρßζετο τÜ ὅποια ἐλÜχιστα ὑλικÜ ἀγαθÜ εἶχε
στÞν διÜθεσÞ του γιÜ τÞν χαρÜ καß τÞν σωτηρßα τῶν συνανθρþπων του.
Πüσα ἄλλα, ἀλÞθεια, θÜ μποροýσαμε νÜ
ποῦμε στÜ παιδιÜ μας γιÜ τüν ἀληθινü Ἅγιο Βασßλειο, ὁ ὁποῖος
ἀγωνßστηκε γιÜ τÞν καταξßωση τοῦ ὅλου ἀνθρþπου ὡς
ψυχοσωματικῆς ὀντüτητος!
ΔÝν θÜ μποροῦσε, ἆρα γε, τÜ ὅποια
δῶρα στÜ παιδιÜ μας, νÜ μᾶς τÜ ἔχῃ δþσει γιÜ νÜ τÜ
προσφÝρωμε ὁ πραγματικüς Ἅγιος Βασßλειος καß ὅχι ὁ
ψεýτικος; ΔÝν θÜ ἦτο ὡραῖο νÜ γνωρßσουν τÜ παιδιÜ μας τÞν
θαυμασßα καß γλυκυτÜτη μορφÞ τοῦ λαμπροῦ ΠοιμÝνος τῆς
Καισαρεßας, ποý γαληνεýει τßς ψυχÝς καß νοηματοδοτεῖ τÞν πορεßα μας;
Δýσκολο, θÜ μου πῆτε! Τü γνωρßζω καß ἐγþ.
Δυστυχῶς σÝ αὐτü τü σημεῖο ἔχομε φτÜσει...Ὅμως ἄς
ἀρχßσωμε κÜποια στιγμÞ ὅλοι μας νÜ σκεπτþμαστε σοβαρÜ καß
πνευματικÜ, καß νÜ ἐργαζþμαστε ὥστε νÜ κτßσωμε ἀπü τÞν ἀρχÞ
πλÝον τü οἰκοδüμημα τῆς κοινωνßας μας.
Εὔχομαι σÝ ὅλους καλÞ καß εὐλογημÝνη
χρονιÜ, καß καλÞ πνευματικÞ πορεßα, διÜ πρεσβειῶν τοῦ μεγÜλου
Πατρüς καß ἹερÜρχου τῆς Ἁγßας μας Ἐκκλησßας, Βασιλεßου
τοῦ ΜεγÜλου, Ἀρχιεπισκüπου Καισαρεßας τῆς Καππαδοκßας, τοῦ
ΟὐρανοφÜντορος.
|