Ἄνθρωπος - ἀπÜνθρωπος – ΘεÜνθρωπος

 

 

 

 

 

τοῦ Σεβ. Μητροπολßτου Πατρῶν κ.κ. Χρυσοστüμου

 

 

Ὁ Εὐαγγελιστὴς ἸωÜννης διασþζει καὶ παραδßδει σὲ μᾶς τü θαῦμα τῆς θεραπεßας τοῦ Παραλυτικοῦ, ἀπὸ τὸν Κýριο, πλησßον τῆς ΚολυμβÞθρας Βηθεσδᾶ. (ἸωÜνν. ε’, 1-15)

 

Δὲν θὰ σταθῶ στὸ γεγονὸς αὐτὸ καθἑαυτü, γνωστüτατον ἄλλωστε, ἀλλὰ στὴν κραυγὴ τοῦ Παραλυτικοῦ, ὅταν ἤκουσε τὴν γλυκυτÜτην φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, ὁποῖος τὸν ἐρωτοῦσε: «ΘÝλεις ὑγιὴς γενÝσθαι;». ΣτÞν κραυγὴ, ποὺ συγκλονßζει ὄχι μüνο τὰ ὦτα ἀλλὰ καὶ τὴν ὅλη ὕπαρξη τῶν ἀνθρþπων κÜθε ἐποχῆς. Δὲν λÝγει στὸν Κýριο «Ναß, Κýριε θÝλω νὰ γßνω ὑγιÞς...», ἀλλὰ ἐκφρÜζει τὸν πüνο τῆς ψυχῆς του, ἕνα μεγÜλο καûμὸ κλεισμÝνο στὰ σωθικὰ του ἐπὶ τριÜντα ὀκτὼ ὁλüκληρα χρüνια: «Κýριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω...». (ἸωÜνν. ε’,7)

 

Πüσοι πÝρασαν ἀπὸ κοντὰ του τüσα χρüνια! Θὰ ἦταν ὁπωσδÞποτε ἑκατοντÜδες καὶ χιλιÜδες ἀνθρþπων, διüτι τὸ μÝρος ἦταν πολυσýχναστο. Οὐδεὶς τὸν ἐπρüσεξε. Οὐδεὶς τοῦ ἔδωσε σημασßα. Οὐδεὶς ἤκουσε τὴν παρÜκλησÞ του, τὴν κραυγὴ τῆς ἱκεσßας του. Οὐδεὶς κατεδÝχθη νὰ τὸν βοηθÞσῃ, ὥστε μὲ τὴν κÜθοδο τοῦ ἈγγÝλου νὰ εἰσÝλθῃ στὴν κολυμβÞθρα, γιὰ νὰ θεραπευθῇ.

 

Ἦτο γιὰ ὅλους ἕνας ἄγνωστος, χωρὶς εἶδος καὶ κÜλλος. Ἦτο «ξÝνος». Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ μÜτια τους ἦταν κλειστÜ, ὁμοßως καὶ τὰ αὐτιÜ τους. Γι’ αὐτὸ οἱ καρδιὲς ἦταν πÝτρινες, σκληρὲς σὰν τὸν γρανßτη, ἀναισθητüτερες τοῦ λßθου, ὡς θÜ ἔλεγε ὁ Ἅγιος ἸωÜννης ὁ Χρυσüστομος. Γι’ αὐτὸ ἦταν ὅλοι «ἀναßσθητοι», ἀφοῦ δὲν μποροῦσαν ἤ καλýτερα δÝν ἤθελαν νÜ ἀντιληφθοῦν, ὅτι ἐνþπιüν τους εἶχαν ἕνα ἄνθρωπο ὅμοιον μὲ αὐτοýς. ΦαντÜζεσθε τὸν πüνο αὐτοῦ τοῦ ἀνθρþπου ἐπὶ τριÜντα ὀκτὼ ὁλüκληρα χρüνια;

 

·                    Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ μᾶς δßδει τὴν εὐκαιρßα, νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ πολὺ μεγÜλο καὶ καυτὸ πρüβλημα τῆς ἔλλειψης κοινωνßας τῶν προσþπων.

 

Πüσες φορὲς ἐπαναλαμβÜνεται ἡ ἴδια ἱστορßα! Πüσες φορὲς περισσεýει ὁ πüνος, ἡ ὀδýνη ἕνεκα τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἐγκατÜλειψης, μÝσα στὴν πολýβουη καὶ πολυÜνθρωπη «κοινωνßα», ποὺ ζοῦμε.

 

Ποῦ πῆγε ἆρα γε, τὸ ἀνθρþπινο πρüσωπο; Ποῦ πῆγε ἡ ἀνθρþπινη ἀξßα, ἡ ἀνθρωπιÜ, ἡ ἀλληλεγγýη, ἡ συμπαρÜσταση, ἡ ἀγÜπη;

 

Ποτὲ δὲν συναντοýσαμε περισσοτÝρους ἀνθρþπους, ἀπ’ ὅσους συναντοῦμε σÞμερα. Ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲν αἰσθανθÞκαμε τüση μοναξιὰ, ὅση αἰσθανüμαστε στÞν ἐποχÞ μας.

 

Δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη ὑλικῶν ἀγαθῶν, ποὺ πονÜει τüσο πολý, δὲν εἶναι ἡ ἀσθÝνεια, δὲν εἶναι οὔτε καὶ αὐτὸς, ἂν θÝλετε ὁ θÜνατος, ὁ ὁποῖος ἀπü τÞν στιγμÞ ποý ἀνÝστη ὁ Κýριος, ἐνικÞθη καὶ κατηργÞθη. Εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς ἀνθρþπινης στοργῆς καὶ ζεστασιᾶς, ὅπως ἐκφρÜζεται μÝσα ἀπὸ τὸν λüγο, ποὺ πηγÜζει ἀπὸ τὰ βÜθη τῆς ψυχῆς, τὸν λüγο τῆς στοργῆς, τὸν λüγο, ποὺ διασþζει τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ μÝσα μας καὶ ποὺ προσφÝρεται ὡς λεπτὴ αὔρα χαρᾶς καὶ ἀγαλλßασης πρὸς τὸν συνÜνθρωπü μας, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι αὐτüς. Εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς ἀγÜπης, ποý ξÝρει νÜ προσφÝρει καß νÜ προσφÝρεται θυσιαστικÜ γιÜ τüν ἄλλον, ἀνÜ πᾶσα στιγμÞ.

 

Στὴν Παλαιὰ ΔιαθÞκη διαβÜζομε χαρακτηριστικÜ: «Οὐαὶ οἱ συνÜπτοντες οἰκßαν πρὸς οἰκßαν»(ἨσαÀας ε´, 8). Πρὶν ἀπü λßγα χρüνια στὶς πανελλÞνιες ἐξετÜσεις εἶχε δοθῇ παρüμοιο θÝμα, νὰ τὸ ἀναπτýξουν οἱ ὑποψÞφιοι φοιτητÝς. «Ποτὲ ἄλλοτε οἱ στÝγες τῶν σπιτιῶν δὲν ἦταν τüσο κοντὰ ἡ μßα μὲ τὴν ἄλλη, ὅσο σÞμερα. Καὶ ποτὲ ἄλλοτε οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρþπων δὲν ἦταν τüσο μακρυὰ ἡ μιÜ ἀπ´τὴν ἄλλη, ὅσο εἶναι σÞμερα».

 

Δὲν χρειÜζεται νὰ πÜῃ κανεὶς μακρυὰ, γιὰ νὰ βεβαιωθῇ γιὰ τὰ παραπÜνω. Ἂς περÜσῃ ἀπὸ ἕνα δρüμο τῆς ἈθÞνας, στὴν Ὀμüνοια ἢ ὅπου ἀλλοῦ. Θὰ διαπιστþσῃ, ὅτι κÜποιοι ἀργοπεθαßνουν μüνοι τους, πεσμÝνοι σὲ παγκÜκια ἢ κατὰ γῆς. Ἄλλοι βογγοῦν ἀπὸ τοὺς πüνους, ποὺ τοὺς προκαλεῖ ἡ ἔλλειψη τῶν οὐσιῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐξαρτῶνται. Ἄλλοι σὲ κÜποια γωνιὰ στριμωγμÝνοι προσπαθοῦν, νὰ ζεσταθοῦν τυλιγμÝνοι σὲ ρÜκη. Καὶ εἶναι Ἕλληνες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλα μÝρη τῆς γῆς. Ἡ ἀνθρþπινη κατÜντια στὸ ἔπακρο.

 

Ἂς προχωρÞσομε ὅμως περισσüτερο. Πüσοι μÝνουν σὲ μιÜ πολυκατοικßα; Καὶ ὅμως ἐλÜχιστα ἢ καθüλου γνωρßζονται μεταξý τους. Ὁ ἕνας κλαßει, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὴν συμπαρÜσταση τοῦ ἄλλου, ὁ ὁποῖος τὴν ἴδια ὥρα μπορεῖ νὰ διασκεδÜζῃ ἀμÝριμνος, χωρὶς νὰ λαμβÜνῃ ὑπ’ ὄψη του τὴν θλßψη τοῦ ἀδελφοῦ του, ἔστω καὶ ἂν τὸ ἔχῃ ἀντιληφθῇ.

 

«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», ἀκοῦς παντοῦ. Ἄλλοι τὸ φωνÜζουν δυνατÜ. Ἄλλοι τὸ λÝνε μὲ τὰ μÜτια τους, τὰ πονεμÝνα καὶ δακρυσμÝνα´ ἄλλοι μὲ τὸ βογγητü τους ποὺ ἐξÝρχεται ὡς κραυγὴ ἀγωνßας καὶ ἀπογοÞτευσης γιὰ τὴν στÜση ἀπÝναντß τους τῆς «παρÜλυτης» κοινωνßας μας.

 

Συγκλονιστικὸ καὶ ἀφοπλιστικὸ εἶναι τὸ πραγματικü γεγονüς, ποὺ θὰ ἀναφÝρωμε παρακÜτω:

 

Ἕνα παιδὶ βρßσκεται πεσμÝνο ἀπü τü ποδÞλατο σὲ μιÜ διασταýρωση ὁδῶν, καὶ ὑποφÝρει γιατß ἔχει σπασμÝνο πüδι. ΚÜποιος μὲ τὸ αὐτοκßνητü του, βιÜζεται νὰ περÜσῃ καὶ ὁ κτυπημÝνος νεαρὸς τὸν ἐμποδßζει. Χωρὶς νὰ χÜσῃ καιρὸ ὁ ὁδηγὸς τοῦ αὐτοκινÞτου ἀφÞνει τὸ τιμüνι, μετακινεῖ τὸν νεαρὸ στὴν ἄκρη τοῦ δρüμου, τὸν ἐγκαταλεßπει, φεýγει γιὰ νὰ φτÜσῃ στὸν «προορισμü» του. ΚÜποιος ἄλλος ἄς ἐνδιαφερθῇ γι’ αὐτὸ τὸ παιδß...

 

Φρßκη ὄντως μᾶς καταλαμβÜνει, ὅταν σκεπτþμαστε τÝτοια περιστατικÜ.

 

ΘÝλετε νὰ πᾶμε καὶ πιὸ πÝρα. Φοβᾶμαι, ὅτι κÜποιοι θὰ πονÝσουν πολὺ ψυχικÜ. Ὅμως, δυστυχῶς, ἔτσι κÜπως εἶναι τὰ πρÜγματα.

 

«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», φωνÜζει καὶ ὁ γÝροντας, ἡ μÜνα καὶ ὁ πατÝρας, ποὺ τüσα χρüνια ἐργÜστηκε γιὰ τὴν οἰκογÝνειÜ του καὶ τþρα αἰσθÜνεται τὴν μοναξιὰ καὶ τὴν ἀπουσßα τῶν δικῶν του ἀνθρþπων.

 

«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», κραυγÜζουν ὅσοι ἀγωνßστηκαν γιÜ τü κοινωνικü σýνολο καß ἔλειωσαν σÜν λαμπÜδες, γιÜ να ζεστÜνουν καß νÜ φωτßσουν την κοινωνßα.

 

Ἡ ἀδιαφορßα μÝ συνοδü τÞν ἀχαριστßα εἶναι τü ἀπαßσιο δßδυμο, ποý πληγþνει ἀφÜνταστα τßς καρδιÝς. Καυχþμεθα γιÜ τüν πολιτισμü μας, ἀλλ’ ὅμως ἡ πραγματικüτητα μᾶς διαψεýδει. Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πüποβιτς ἔλεγε γιÜ τüν Εὐρωπαúκü Πολιτισμü: «.. Ὁ εὐρωπαúκüς πολιτισμüς ἔκαμε τüν ἄνθρωπο ἄψυχο, τüν ἔκαμε πρᾶγμα καß τüν ἐμηχανοποßησε. Αὐτüς ὁμοιÜζει μÝ μßαν τερατþδη μηχανÞν, ἡ ὁποßα καταβροχθßζει τοýς ἀνθρþπους καß τοýς μετατρÝπει εἰς πρÜγματα. Τü τÝλος εἶναι  σπαρακτικῶς θλιβερüν καß συγκλονιστικῶς τραγικüν. Ὁ ἄνθρωπος ἄψυχον πρᾶγμα ἐν μÝσῳ ἀψýχων πραγμÜτων...» Καß στÞ συνÝχεια θÜ διαπιστþσῃ: «Διüτι τß εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἄνευ Θεοῦ; Εἰς τÞν ἀρχÞν ἡμιÜνθρωπος, εἰς δÝ τü τÝλος, μÞ ἄνθρωπος»

 

Ἔχει εἰπωθῇ, ὅτι «δßχως Θεὸ ὅλα ἐπιτρÝπονται» καὶ ἀκüμη ὅτι ὁ ἄνθρωπος  καταντÜει πολλÜκις λýκος γιὰ τὸν συνÜνθρωπü του «Homo nomini lupus».

 

Στὸ διαδßκτυο τὶς τελευταῖες ἡμÝρες κυκλοφορεῖται ἕνα βßντεο, τὸ ὁποῖο παρουσιÜζει μιÜ φρικτὴ καὶ ἀποτρüπαιη σκηνὴ, ποὺ ἐξελßσσεται στὴν Συρßα, ὅπου ὑπÜρχουν τὰ τüσα προβλÞματα. Ἄνθρωποι θÜπτουν ζωντανὸ ἕνα συνÜνθρωπü τους. Ὅσο εἶναι τὸ κεφÜλι του ἔξω ἀπὸ τὸ χῶμα ἐκλιπαρεῖ γιὰ βοÞθεια καὶ σωτηρßα. Ὅμως ἀκολουθεῖ ἡ σκηνὴ, ποὺ κüβει τὴν ἀνÜσα, σὲ ὅποιον βλÝπει αὐτü τὸ βιντεÜκι. ΓρÞγορα οἱ συνÜνθρωποß του, μὲ τὰ φτυÜρια ρßχνουν χῶμα καὶ καλýπτουν καὶ τὸ κεφÜλι τοῦ δýστυχου θýματος.

 

·                    Φοβᾶμαι, ὅτι ἂν προχωρÞσω περαιτÝρω, θὰ δυσκολεýσω τὰ πρÜγματα.

 

Γι’ αὐτὸ προτιμῶ, νὰ δþσω τὸ μÞνυμα τῆς ἐλπßδας καὶ τü στῖγμα τῆς ἐξüδου μας ἀπὸ τὴν ἀπανθρωπιὰ καὶ τὴν ἐρημßα, στὴν ὁποßα εἴμαστε καταδικασμÝνοι ἐξ αἰτßας τῆς ἀπουσßας τοῦ Θεοῦ Üπü τÞ ζωÞ μας.

 

Ἡ ἐπιστροφὴ στὸν ΠατÝρα, σημαßνει καὶ τὴν σωτηρßα μας. Εἶναι αὐτὸς ὁ ΠατÝρας, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀπüστολος Παῦλος δηλþνει ὅτι: «ἐποßησÝ τε ἐξ ἑνüς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρþπων, κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρüσωπον τῆς γῆς»(Πραξ. ιζ´,26).

 

Τὸ πρüσωπο, ἡ ἀξßα τοῦ ἀνθρþπου, ἡ ἀγÜπη, ἡ ἀδελφοσýνη, διασþζονται ἐν τῇ κοινωνßᾳ μὲ τὸ πρüσωπο τοῦ Θεανθρþπου. Διασþζονται μÝσα στὴν Ἐκκλησßα, ποὺ εἶναι τὸ πραγματικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Διασþζονται στὰ πρüσωπα ἐκεßνων, ποὺ εὐτυχῶς ὑπÜρχουν σÞμερα καὶ εἶναι πολλοß, οἱ ὁποῖοι ἐπαναλαμβÜνουν μαζὶ μὲ τὸν εὐσχÞμονα Ἰωσὴφ πρὸς τὸν ΟὐρÜνιο «ΞÝνο», ὅτι εἶναι διατεθειμÝνοι νὰ θυσιαστοῦν ξενßζοντας τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ξÝνους καὶ πÜντα ἀδελφὸν, ποὺ ὑποφÝρει καὶ ὀδυνᾶται ψυχικὰ ἢ σωματικÜ. Αὐτüς εἶναι ὁ τýπος τοῦ γνησßου ἀνθρþπου, τοῦ «καινοῦ», τοῦ νÝου δηλαδÞ ἀνθρþπου, ὁ ὁποῖος βιþνει τÞν ἀγÜπη μÝ τÞν σταυροειδῆ διÜστασÞ της˙ Θεüς - ἄνθρωπος, ἄνθρωπος – συνÜνθρωπος. Μüνο ὅταν ζοῦμε αὐτÞ τÞν διÜσταση τῆς ζωῆς, ὅταν συναντοῦμε ἕνα τÝτοιο ἄνθρωπο, κατανοοῦμε τÞν διαφορÜ ἀνÜμεσα στüν ἄνθρωπο καß τüν ἀπÜνθρωπο.

 

·                    Ἀγαπητοß μου, δßπλα μας, κοντÜ μας, μπροστὰ μας ὁ Κýριüς μας, μᾶς μιλÜει μὲ γλυκýτητα: «ΘÝλεις ὑγιὴς γενÝσθαι;»

 

Στὴν δικÞ μας ἀπÜντηση: «Κýριε ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «Ἔγειρε, ἆρον σου τüν κρÜββατον καß περιπÜτει» (Ἰωαν. ε’,8). Προχþρα παιδß μου καß μÞ φοβᾶσαι, δÝν εἶσαι μüνος σου. Ἀν σÝ ξÝχασαν οἱ ἄνθρωποι, ποτÝ δÝν σÝ ἐλησμüσμησε καß οὔτε θÜ σÝ ἐγκαταλεßψῃ ὁ ΘεÜνθρωπος.

 

ἈδελφÝ μου, πιÜσε τü ΧÝρι Του,´ εἶναι πληγωμÝνο, ὅπως τü δικü σου. ΔÝς τÜ μÜτια Του, εἶναι δακρυσμÝνα ὅπως τÜ δικÜ σου. Καß τü αἷμα καß τÜ δÜκρυα γιÜ σÝνα τρÝχουν ἀπü τü ἀκÞρατο σῶμα Του. ΔÝς ὅμως καß τü πρüσωπü Του´ λÜμπει ὑπÝρ τüν ἥλιον. Ὅλα γýρω σου, ὅλα γýρω μας, εἶναι φῶς καß χαρÜ καß ζωÞ. Χριστüς ἈνÝστη, παιδß μου!

 

 

 

Ðåñéå÷üìåíá
ÅðéóôñïöÞ