ΠΕΡΙ
ΤΗΣ ΠΑΥΛΕΙΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΔΙΔΑΧΗΣ
Τοῦ
ΣεβασμιωτÜτου Μητροπολßτου Πατρῶν
Δοξολογßα
καß αἶνον πρÝπει νÜ ἀναπÝμπωμε ἐμεῖς οἱ
Ἕλληνες πρüς τüν Θεü, διüτι τüσο μᾶς ἀγÜπησε καß
ἀπÝστειλε στÞν χþρα μας Ἀποστüλους καß κÞρυκας τοῦ
Εὐαγγελßου Του, γιÜ νÜ γνωρßσουν οἱ προπÜτορÝς μας τÞν
ἀλÞθεια καß νÜ ἀφÞσουν τÞν πλÜνη τῶν εἰδþλων. ΣÝ ποιÜ
κατÜσταση θÜ εὑρßσκετο ἄραγε ἡ ἙλλÜς χωρßς τÞν καινÞ,
τÞν καινοýρια δηλαδÞ διδαχÞ, τÞν ἀποκÜλυψη τῆς ἀληθεßας περß
τοῦ ἑνüς καß μüνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, περß τῆς
ἐνανθρωπÞσεως τοῦ Θεοῦ καß Λüγου καß περß τῆς
ἀξßας τοῦ ἀνθρþπου;
ΘÜ
σταθοῦμε γιÜ λßγο, χωρßς νÜ ἀναφερθοῦμε σÝ λεπτομÝρειες, στü
τελευταῖο τμῆμα ἀπü τÞν διδαχÞ τοῦ Ἀποστüλου
Παýλου στÞν ἈθÞνα, ὅπως περιγρÜφεται στßς ΠρÜξεις τῶν Ἀποστüλων:
«Ἀκοýσαντες δÝ ἀνÜστασιν
νεκρῶν οἱ μÝν ἐχλεýαζον, οἱ δÝ εἶπον∙
ἀκουσüμεθÜ σου πÜλιν περß τοýτου. Καß οὕτως ὁ Παῦλος
ἐξῆλθεν ἐκ μÝσου αὐτῶν. ΤινÝς δÝ ἄνδρες
κολληθÝντες αὐτῷ ἐπßστευσαν, ἐν οἷς καß Διονýσιος
ὁ Ἀρεοπαγßτης καß γυνÞ ὀνüματι ΔÜμαρις καß ἕτεροι σýν
αὐτοῖς» (Πραξ.
ιζ’. 32-34).
Μελετῶντας τü ἱερü κεßμενο, διαπιστþνομε
ὅτι ἡ διδασκαλßα περß ἈναστÜσεως προξÝνησε πολý μεγÜλη
ἀπορßα στοýς ἀκροατÜς τοῦ Παýλου καß ἐνÝσπειρε σ’
αὐτοýς μεγÜλο καß βαθýτατο προβληματισμü. ΔÝν ἦτο ἁπλῶς γι’ αὐτοýς «καινÞ διδαχÞ», ἀλλÜ ἀνÝτρεπε ἐκ
θεμελßων ὅσα μÝχρι τÞν στιγμÞ ἐκεßνη ἐγνþριζαν καß τÜ
εἶχαν κÜνει τρüπο ζωῆς τους.
Ἔτσι
λοιπüν, οἱ Ἀθηναῖοι χωρßζονται σÝ τρεῖς κατηγορßες, σÝ
τρεῖς ὁμÜδες. α) Ὅσοι δÝν ἄντεξαν αὐτü τü
ἰσχυρü φῶς καß ἀντÝδρασαν προκλητικÜ καß ὑποτιμητικÜ,
ἀφοῦ ἐχλεýασαν τüν ὁμιλητÞ, τüν ὁποῖο,
σημειωτÝον, οἱ ἴδιοι ὡδÞγησαν στü βῆμα τοῦ
Ἀρεßου ΠÜγου γιÜ νÜ τüν ἀκοýσουν.
β) Ὅσοι ἀδιαφüρησαν γιÜ τÞν εἰς βÜθος ἐξÝταση
τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ ζητÞματος, καß μÞ θÝλοντας νÜ
ἀφÞσουν τÞν πνευματικÞ ραστþνη, στÞν ὁποßα εὑρßσκοντο, μÝ
χαρακτηριστικü τρüπο εἶπαν στüν Παῦλο τü, «ἀκουσüμεθÜ σου πÜλιν περß τοýτου». ΔηλαδÞ, πÞγαινε τþρα, καß
μιÜ ἄλλη φορÜ ποý θÜ περÜσῃς ἀπü τÜ μÝρη μας καß τÞν πüλη
μας, θÜ μᾶς τÜ ξαναπῇς καß μεῖς θÜ σÝ ἀκοýσωμε.
γ) Καß ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι ἔχοντας «ἀγαθÞν γῆν» ἐν
τῇ καρδßᾳ των, ἔπαθαν τÞν καλÞ ἀλλοßωση ἀπü
ὅσα ἤκουσαν, καß ἠκολοýθησαν τüν Ἀπüστολο Παῦλο,
πιστεýσαντες εἰς ὅσα ἐκεῖνος ἐν Ἁγßῳ
Πνεýματι ἐκÞρυξε στüν ἐπßσημο ἐκεῖνο τüπο τῶν
Ἀθηνῶν, τοῦ κλεινοῦ ἄστεως τῆς ἙλλÜδος.
Αὐτοß ἀπετÝλεσαν τÞν «μικρÜν ζýμην», ἡ ὁποßα μÝ τÞν
χÜρη τοῦ Θεοῦ «ὅλον τü φýραμα ἐζýμωσε» καß
ἐδημιουργÞθη ἡ Ἐκκλησßα τοῦ ἘσφαγμÝνου
Ἀρνßου, ἡ ἙλληνικÞ Ὀρθüδοξη Ἐκκλησßα, ἡ
μÜνα καß ἡ ἀπαντοχÞ αὐτοῦ τοῦ Λαοῦ
διαχρονικÜ.
·
Ἄν ὁ Ἀπüστολος
Παῦλος βρισκüταν καß πÜλι σωματικῶς στÞν «κατεßδωλον» ἈθÞνα
καß ἀπü τüπο ἐπßσημο ἐδßδασκε τοýς Ἀθηναßους, κατ’
ἐπÝκταση δÝ καß τοýς παρεπιδημοῦντας ἐν ἈθÞναις,
θεωρῶ ὅτι τßς ἴδιες ἀπαντÞσεις θÜ ἤκουε καß τῆς ἰδßας
ἀντιμετωπßσεως θÜ ἐτýγχανε.
Τü πρüβλημα τῶν περισσοτÝρων ἀνθρþπων τῆς
ἐποχῆς μας, εἶναι τü ὅτι δÝν ἔχουν
ἐμπεδþσει μÝσα τους τÞν ἀλÞθεια περß τῆς ἈναστÜσεως.
Ὁπüτε ἀρκετοß θÜ ἦταν ἐκεῖνοι ποý θÜ
ἐχλεýαζαν σÞμερα τü κÞρυγμα τοῦ Ἀποστüλου Παýλου. Ἡ ζωÞ
χωρßς τÞν πßστη στüν ἈναστÜντα Κýριο καß τÞν ἈνÜσταση, εἶναι
ὀδýνη, εἶναι μαρτýριο, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος
ξεκινÜει ἀπü τü τßποτα καß βαδßζει
πρüς τü πουθενÜ. ΧÜνει ἡ πορεßα τü νüημÜ της, χÜνει ὁ βßος τÞν
ὀμορφιÜ του καß καταντᾶ βοσκηματþδης, μÝ τοýς ἀνθρþπους
τραγικοýς στρατοκüπους ἀποσταμÝνων καß σβησμÝνων ἐλπßδων.
Ἕνας τÝτοιος νεκρüς κüσμος, ποý στßς μεταφυσικÝς ἀνησυχßες
τοῦ ἀνθρþπου προσφÝρει μονÜχα σκοτÜδια καß ἀδιÝξοδα, δÝν
εἶναι τßποτε ἄλλο παρÜ ἕνα ἀπαßσιο θλιβερü πÝπλο, ποý
καλýπτει τü «εἶναι» καß ἐμποδßζει τüν ἄνθρωπο νÜ φτÜσῃ
στü «δυνÜμει εἶναι», δηλαδÞ στÞν θÝωση. Ἡ θÝωση
ἀποτελεῖ, ὡς οἱ πÜντες γνωρßζομε, τüν σκοπü καß τελικü
προορισμü τοῦ ἀνθρþπου. Ἡ χλεýη λοιπüν ἐναντßον
τοῦ κηρýγματος τῆς ἈναστÜσεως, εἶναι ὕβρις
ὄχι μüνο ἐναντßον τοῦ Θεοῦ, ἀλλÜ καß
αὐτοῦ τοýτου τοῦ ἀνθρωπßνου προσþπου.
ἈλλÜ καß μιÜ δεýτερη κατηγορßα, κατ’
ἀντιστοιχßαν τῶν ἀνθρþπων ἐκεßνης τῆς
ἐποχῆς, θÜ ἤκουε σÞμερα μÝ ἀδιαφορßα τÞν διδαχÞ
τοῦ ἱερωτÜτου Ἀποστüλου Παýλου. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι
τοῦ ἐπßπλαστου ἐνδιαφÝροντος, οἱ «ψυχικοß», ὡς θÜ
τοýς ὀνüμαζαν οἱ ΠατÝρες τῆς Ἐκκλησßας, οἱ
«κουλτουριÜρηδες», ὅπως θÜ τοýς ἀποκαλοýσαμε, οἱ
ὁποῖοι νοιÜζονται μüνο γιÜ τü «φαßνεσθαι» καß ὄχι γιÜ τü
«εἶναι». ΔÝν ἐνδιαφÝρονται
γιÜ τÞν οὐσßα τῶν πραγμÜτων. Αὐτοß δÝν ἐπιθυμοῦν
νÜ πρÜξουν τü ἀγαθü, διüτι χρειÜζεται πρüς τοῦτο κüπος.
ἘπειδÞ δÝ, δÝν εἶναι διατεθειμÝνοι νÜ προβοῦν σÝ
ὁποιαδÞποτε θυσßα, περιορßζονται στÞν πεζüτητα τῆς καθημερινüτητος,
παραμÝνοντας πνευματικÜ ἀνεπρüκοποι. «ΝÜ
σπρþχνωμε τüν καιρü μας», ὅπως χαρακτηριστικÜ λÝγει ὁ Λαüς.
Ἴσως καß τü κακü νÜ ἀποφεýγουν, μονÜχα γιÜ νÜ ἔχουν μιÜ καλÞ
πρüς τÜ ἔξω εἰκüνα. Εἶναι οἱ χλιαροß, οἱ
ὁποῖοι καß τÜ τÜλαντα κρýπτουν, ὅσα τοýς ἔχει δþσει
ὁ Θεüς, ἀλλÜ καß τροχοπÝδη τῆς κοινωνßας ἀποβαßνουν, μÝ
τÞν ὅλη συμπεριφορÜ καß πολιτεßα τους.
ὙπÜρχει ὅμως καß τü «μικρüν λῆμμα».
Οἱ χαριτωμÝνοι ἄνθρωποι. Οἱ ἔχοντες ἔντονες
πνευματικÝς ἐφÝσεις καß ἀναζητÞσεις. Ὅμοιοι μÝ τοýς
ἐκλεκτοýς τῶν Ἀθηνῶν, οἱ ὁποῖοι
συγκινοῦνται μÝ τüν Λüγο τῆς ἀποκαλýψεως τοῦ
Θεοῦ, καλλιεργοῦν τßς ἐσωτερικÝς αἰσθÞσεις καß
ἀξιοποιοῦν ὅλα ὅσα προσλαμβÜνουν μÝ τÜ ἐξωτερικÜ
τους αἰσθητÞρια. ΠροσλαμβÜνουν τü «καινü», τü καινοýργιο δηλαδÞ, τü
οὐρÜνιο μÞνυμα, καß ἀφÞνουν τÞν θεοειδῆ ψυχÞ τους νÜ
καλλιεργÞσῃ τÞν χÜρη, ἡ ὁποßα ὡς δωρεÜ τοῦ
Θεοῦ ἐκκÝχυται ἐπß τοýς ἀνθρþπους. ΒλÝπουν πÝρα
ἀπü τÜ πεζÜ, τÜ γÞινα, τÜ πεπερασμÝνα, αἰσθÜνονται τÞν φθαρτüτητα
τοῦ σαρκßου, καß μÝ τÞν βεβαιüτητα τῆς συναντÞσεως μÝ τüν
ΟὐρÜνιο ΠατÝρα πορεýονται ἐν χαρᾷ καß
ἀγαλλιÜσει, ζῶντας τÞν ἈνÜσταση ἀπü αὐτÞν
ἐδῶ τÞν ζωÞ.
Αὐτοß εἶναι τÜ στηρßγματα τῆς κοινωνßας,
ποý δßνουν ἐλπßδα στüν κουρασμÝνο κüσμο. Εἶναι ἐκεῖνοι
ποý ἔχουν ἀναλÜβει στοýς ὤμους τους τü βαρý φορτßο, τüν βαρý
σταυρü, τοῦ εὐαγγελισμοῦ καß τῆς σωτηρßας τῶν
συνανθρþπων τους. Ζοῦν ἐν τῷ φωτß τῆς δüξης τοῦ
Κυρßου, ἐν τῇ Ἐκκλησßᾳ, καß ἀναδεικνýονται καθ’
ἡμÝραν «τü φῶς καß τü ἁλÜτι τοῦ κüσμου».
Χωρßς αὐτοýς ὁ κüσμος θÜ ἦταν σκοτεινüς
καß ἀνιαρüς, «ἀνÜλατος», ἄγευστος δηλαδÞ χαρᾶς,
«ἄνοστος» πνευματικÜ. ΘÜ εἶχε ἀλλοιωθῆ, ὅπως τü
φαγητü ποý δÝν μπορεῖ νÜ διατηρηθῇ χωρßς τü ἁλÜτι.
Ἄραγε,
σÝ ποιÜ κατηγορßα ἀνÞκει ὁ καθÝνας ἀπü μᾶς; ΜÞπως στÞν
πρþτη, ποý χλευÜζει τü κÞρυγμα τῆς ἈναστÜσεως; ΜÞπως στÞν δεýτερη,
ποý ἀδιαφορεῖ γιÜ τÜ πνευματικÜ θÝματα; Ἤ μÞπως στÞν τρßτη,
ποý μοιÜζει μÝ ἐκεßνους οἱ ὁποῖοι «κολληθÝντες τῷ Παýλῳ ἐπßστευσαν»;
ΜακÜρι νÜ ἀνÞκωμε στÞν τρßτη ὁμÜδα ἀνθρþπων, διüτι ἀπü υἱοýς τῆς ἈναστÜσεως ἔχει ἀνÜγκη σÞμερα ὁ κüσμος.
|