ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΟΥΡΚΟ, ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

 

Τοῦ ΣεβασμιωτÜτου Μητροπολßτου Πατρῶν

                                                                            κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

 

            ΤÞν ΕΚυριακÞ τῶν Νηστειῶν ἁγßα μας Ἐκκλησßα προβÜλλει ἐνþπιüν μας τÞν σεβασμßα μορφÞ τῆς Ὁσßας Μαρßας τῆς Αἰγυπτßας, καß μÝ τρüπο συγκλονιστικü μᾶς διδÜσκει περß τῆς δυνατüτητος τοῦ ἀνθρþπου νÜ κερδßσῃ τüν οὐρανü, τÞν αἰþνια βασιλεßα τοῦ Θεοῦ, μÝσα ἀπü τü λουτρü τῆς μετανοßας, ὁποßα μÝ ἀσφÜλεια ὁδηγεῖ στÞν σωτηρßα.

            Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τÞν δυνατüτητα, ἕνεκα τοῦ μεγÜλου δþρου τῆς ἐλευθερßας, τü ὁποῖο τοῦ ἔχει δοθῆ ἀπü τüν Θεü, νÜ κινηθῇ ἀπü τü ἀπüλυτο σκοτÜδι μÝχρι τü ἄπλετο φῶς. Ἀπü τüν ἴδιο τüν ἄνθρωπο ἐξαρτᾶται, ἄν θÜ φτÜσῃ στÜ θεοειδῆ ὕψη, γιÜ τÜ ὁποῖα προορßζεται, ἤ θÜ κατÝλθῃ στÜ βÜραθρα καß τÜ σκüτη, μακρÜν τοῦ Θεοῦ, ὅπου εἶναι τü κρÜτος τοῦ παμμιÜρου καß μισοκÜλου ἐχθροῦ.

            Ἀξßζει τüν κüπο νÜ μελετÞσωμε, ὄχι ἁπλῶς νÜ διαβÜσωμε, νÜ μελετÞσωμε εἰς βÜθος τüν βßο καß τÞν πολιτεßα τῆς Ὁσßας Μαρßας, διüτι θÜ κατανοÞσωμε πλÞρως τÞν τραγικüτητα τοῦ ἀνθρþπου ἐξ αἰτßας τῆς ἁμαρτßας, ἀλλÜ καß τü μεγαλεῖο καß τÞν χαρÜ τῆς ψυχῆς ἕνεκα τῆς ὑψοποιοῦ καß σωτηρßου μετανοßας.

            Ἀπü τÞν Αἴγυπτο εἷλκε τÞν καταγωγÞ της ἡ μακαρßα Μαρßα, ἡ ὁποßα τþρα ἀγÜλλεται στοýς οὐρανοýς μετÜ τῶν ἀγγÝλων καß τῶν ἁγßων, τῶν ἀπ’ αἰῶνος εὐαρεστησÜντων τῷ Θεῷ.

            Δþδεκα ἐτῶν ἔφυγε ἀπü τü σπßτι της, χωρßς νÜ γνωρßζουν πλÝον οἱ γονεῖς της τüν τüπο, ἀλλÜ καß τüν τρüπο τῆς ζωῆς της. Ἀλοßμονο, ἕνα παιδß σÝ αὐτÞ τÞν ἡλικßα εἶναι πολý εὔκολο νÜ πÝσῃ στÜ δßκτυα τοῦ διαβüλου. Ἡ Μαρßα ἦταν εὔκολη λεßα· ἴσως ἔλειπαν οἱ πνευματικÝς ἀντιστÜσεις καß γιÜ τοῦτο ἔμεινε σÜν τü καλÜμι στüν κÜμπο, ποý τü φυσÜει ὁ ἄνεμος μανιασμÝνα.

            ΔεκαεπτÜ χρüνια στÞν ἁμαρτßα. ΚατÝβηκε στüν ὄλεθρο, γεýτηκε τü ποτÞρι τοῦ θανÜτου, καß μÜλιστα χωρßς νÜ ἀντιλαμβÜνεται τü μÝγεθος τῆς συμφορᾶς. Ἔτσι γßνεται πÜντοτε μÝ τü δÝλεαρ τῆς ἁμαρτßας. ΔηλητηριÜζει σιγÜ-σιγÜ τüν ἄνθρωπο, τüν ναρκþνει πνευματικÜ, τüν τρÝφει μÝ ὀφθαλμαπÜτες, καß ἐνῶ ζεῖ τÜ φρικτÜ τεκταινüμενα, τÜ αἰσθÜνεται ὡς φαινüμενα.

            Ὅμως, ὁ Θεüς «πÜντας ἀνθρþπους θÝλει σωθῆναι καß εἰς ἐπßγνωσιν ἀληθεßας ἐλθεῖν». Ἔρχεται ἡ ὥρα, ποý ἡ ψυχÞ κατανοεῖ τÞν συμφορÜ, ἐγεßρεται ἐκ τοῦ φοβεροῦ ληθÜργου τῆς ἁμαρτßας καß μεταφÝρεται ἐκ τῆς ὀνειρικῆς καταστÜσεως στÞν ὀδυνηρÞ πραγματικüτητα. ΔÝν θÜ χρησιμοποιÞσω λüγια δýσκολα, γιÜ νÜ δþσω νÜ κατανοÞσουν οἱ ἀναγνῶστες μας αὐτÞ τÞν ἀλγεινÞ κατÜσταση, ἀλλÜ θÜ σημειþσω τÞν τραγικÞ διαπßστωση τοῦ ποιητÞ, ὁ ὁποῖος σκιαγραφεῖ τÞν ὀδýνη τῆς συμφορᾶς:

«Καß μεῖς ἕνα πρωß εἴχαμε κινÞσει,

μüλις ὁ ἥλιος εἶχε κοκκινßσει,

μÝ μÜτια ποý τÜ φλüγιζε ἡ χαρÜ.

ΜÜ τÜ μεσÜνυχτα εἴχαμε γυρßσει

μÝ καταματωμÝνα τÜ φτερÜ...»(Λαπαθιþτης)

            Πρßν ἀπü λßγες ἡμÝρες, μιλῶντας σÝ ἕνα μεγÜλο ἀριθμü νÝων ἀνθρþπων, καß ἀναφερüμενος σ’ αὐτÜ τÜ φλÝγοντα θÝματα, στÜ ὁποῖα σπÜνια τολμοῦν οἱ πολλοß νÜ ἀναφερθοῦν, διεπßστωσα ὅτι τÜ παιδιÜ προβληματßστηκαν. Ἔτσι δüθηκε ἡ εὐκαιρßα νÜ μιλÞσωμε στÞν συνÝχεια γιÜ τÞν «κÜθοδο» καß τÞν συντριβÞ, ἀλλÜ καß τÞν δυνατüτητα τῆς ἀνορθþσεως ἐκ τοῦ πτþματος. Γιατß, ποιÜ σημασßα ἔχει νÜ μιλᾷς γιÜ κÜποιο θÝμα, νÜ κÜνῃς τßς διαπιστþσεις, ἄν δÝν ὑπÜρχῃ ἡ δυνατüτης τῆς ἀποκαταστÜσεως καß τῆς ἐπαναφορᾶς στÞν πρþτη «μακαριüτητα»;

            ΠοιÜ ἀξßα ἔχει ἡ διαπßστωση τοῦ γιατροῦ γιÜ κÜποια ἀσθÝνεια, ὅταν δÝν δοθῇ ἀπ’ αὐτüν τü κατÜλληλο φÜρμακο γιÜ τÞν θεραπεßα; ΒλÝπετε, ἀγαπητοß, πüσος θüρυβος γßνεται, πüσος ἀγῶνας, καß δικαßως, γιÜ νÜ νικÞσωμε τÞν σωματικÞ ἀσθÝνεια καß τüν σωματικü πüνο; ΜακÜρι νÜ εἴχαμε τÞν ἴδια σφοδρÜ ἐπιθυμßα, γιÜ νÜ θεραπεýσωμε καß τÜ βαθειÜ ψυχικÜ ἄλγη, τÜ ὁποῖα εἶναι τüσο ἐπþδυνα καß ταλαιπωροῦν τÞν ὅλη ψυχοσωματικÞ ὑπüσταση τοῦ ἀνθρþπου.    

            Καß ἐνῷ πολλÜκις γιÜ τßς σωματικÝς ἀσθÝνειες δÝν ὑπÜρχει θεραπεßα, γιÜ τßς ψυχικÝς ἀσθÝνειες οἱ ὁποῖες προÝρχονται ἀπü τÞν ἁμαρτßα, ἡ θεραπεßα εἶναι ἀσφαλÞς καß βεβαßα. Ἡ Ὁσßα Μαρßα, τρανῷ τῷ τρüπῳ καß μεγÜλῃ τῇ φωνῇ, τü βεβαιþνει. Γι’ αὐτü ἡ Ἐκκλησßα, ὄχι μüνο στÞν γιορτÞ της, ἀλλÜ καß κÜθε ἡμÝρα, ἐν εὐχαριστßᾳ ψÜλλει στÞν Ὁσßα, γιÜ τü παρÜδειγμα ποý μᾶς προσφÝρει καß τÞν πρεσβεßα της πλÝον πρüς τüν Θεü:

«Ὑπüδειγμα μετανοßας σÝ ἔχομεν, πανοσßα.

Μαρßα Χριστüν δυσþπει ἐν τῷ καιρῷ τῆς νηστεßας...».

            Ἄς δοῦμε κÜποια στοιχεῖα ἀπü τÞ ζωÞ της. ΘÝλει νÜ πÜῃ στÜ Ἱεροσüλυμα. Ὄχι βÝβαια γιÜ νÜ προσκυνÞσῃ, ἀλλÜ γιÜ νÜ συνεχßσῃ τÞν ἁμαρτωλÞ της ζωÞ. Χρησιμοποιεῖ μÜλιστα τüν χειρüτερο τρüπο, γιÜ νÜ μπορÝσῃ νÜ ταξιδÝψῃ, ἀφοῦ χρÞματα δÝν ὑπῆρχαν. ΠουλÜει τü σῶμα της, τü ὁποῖο εἶναι τü κατοικητÞριο τῆς ψυχῆς, «ναüς τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγßου Πνεýματος», ὡς λÝγει ὁ Ἅγιος Ἀπüστολος Παῦλος (Α’ Κορ. στ’. 19). Ὅλα πᾶνε «πολý καλÜ», ἕως ὅτου —ὦ τῆς ἀγÜπης καß τῆς χÜριτος τοῦ Θεοῦ— φτÜνῃ, κατÜ τοῦ οὐρανßου Πατρüς τÞν οἰκονομßα, μπροστÜ στüν Ναü τῆς ἈναστÜσεως. Ἐκεῖ ὅπου ἐσταυρþθη, ἐτÜφη καß ἀνÝστη ὁ Κýριος. ΒρÝθηκε ἡ ψυχÞ «στÞν πüρτα τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ». Ἀνεγνþρισε τüν σωτÞριο τüπο. Ὅμως, δÝν μπορεῖ νÜ εἰσÝλθῃ. Προσπαθεῖ μιÜ, δυü, τρεῖς φορÝς... ΜÝσα στüν «Οἶκο τοῦ Πατρüς», ὑψþνεται ὁ Τßμιος Σταυρüς.

«ΘεÝ μου, πατÝρα μου, ΣÝ γνωρßζω, ΣÝ βλÝπω, ὑψþνεσαι πÜνω στü Τßμιο Ξýλο. ΔεκαεφτÜ χρüνια γιÜ μÝνα, τριÜντα γιÜ τüν ἄλλο, αἰῶνες γιÜ ὅλο τüν κüσμο... ΠατÝρα μου συγχþρεσÝ με, ἄφησε με νÜ μπῶ στü «σπßτι μου», νÜ κλÜψω στÜ ματωμÝνα γιÜ μÝνα πüδια Σου, νÜ φιλÞσω τÜ τρυπημÝνα γιÜ τÞν δικÞ μου ἀγÜπη χÝρια Σου. ΠατÝρα, μÞ μÝ ἀφÞσῃς, τþρα ποý ΣÝ βρῆκα... ΘÜ ἐγκαταλεßψω τοýς πÜντες καß τÜ πÜντα, γιÜ νÜ ζÞσω μÝ ΣÝνα καß γιÜ ΣÝνα, γιατß Ἐσý εἶσαι τÜ πÜντα γιÜ μÝνα, ἡ σωτηρßα καß ἡ ἀνÜπαυσÞ μου ἀπü τοýς πολλοýς κüπους καß τüν βοῦρκο τῆς ἁμαρτßας. ΠατÝρα, ἄφησÝ με νÜ πÜρω λßγο ἀπü τü αἷμα Σου, γιÜ νÜ θεραπεýσω τßς πληγÝς τῆς ψυχῆς μου...». Καß τüτε εἰσῆλθε στüν Οἶκο τοῦ Πατρüς, προσκýνησε καß ἔλαβε τÞν μεγÜλη ἀπüφαση.

            Πῆρε ἡ Μαρßα τüν δρüμο γιÜ τüν οὐρανü. ΠÝρασε τüν ἸορδÜνη καß προχþρησε στÜ βÜθη τῆς ἐρÞμου. ΣαρÜντα ὁλüκληρα χρüνια, χωρßς νÜ δῇ ἄνθρωπο, χωρßς ψωμß, χωρßς ἱμÜτια (ἐφθÜρησαν, ἔπεσαν οἱ δερμÜτινοι χιτῶνες). Ἔμεινε ὡς ἡ Εὔα πρü τῆς παρακοῆς. Τü χῶμα τü ξηρü ἀπü τüν φοβερü ἥλιο, ποτßστηκε σαρÜντα χρüνια ἀπü τÜ ἁγιασμÝνα δÜκρυÜ της. ΣκλÞρυναν τÜ ἅγια γüνατÜ της ἀπü τßς μετÜνοιες. ἩμÝρευαν τÜ ἄγρια θηρßα, ποý  περνοῦσαν δßπλα της. ΔÝν ἐφοβοῦντο πλÝον τüν ἐπικßνδυνο ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτßας, ἀλλÜ αἰσθÜνοντο ἀσφÜλεια δßπλα στü «πτηνü» τῆς ἁγιüτητος, στüν ἐπßγειο ἄγγελο καß οὐρÜνιο ἄνθρωπο.

            Ἦλθε ἡ ὥρα... ἙτοιμÜστηκε ὁ οὐρανüς, οἱ ἄγγελοι ἀορÜτως τÞν πλησιÜζουν... Τü γνωρßζει ἡ Μαρßα... ΤÞν πληροφορεῖ ἡ ψυχÞ της... Φεýγει ἀπü τÜ δεσμÜ τοῦ ματαßου τοýτου κüσμου... «ΘεÝ μου, σαρÜντα χρüνια ἄνθρωπο δÝν εἶδα. Τü Τßμιο Αἷμα Σου ΠατÝρα, τü ΠανÜγιο Σῶμα Σου, τþρα ποý φεýγω, δῶστα μου, ὡς ἐφüδιο ζωῆς αἰωνßου».

            Καß ἰδοý, φθÜνει ὁ ἈββÜς Ζωσιμᾶς. Ἀποσýρθηκε στÞν ἔρημο γιÜ τÞν ἄσκηση τῆς ΜεγÜλης Τεσσαρακοστῆς. Ὁ ΓÝροντας ἀντιλαμβÜνεται, ὅτι μÝσα στÞν ἐρημιÜ κÜτι κινεῖται. Πßσω ἀπü ἕνα θÜμνο... Ἄνθρωπος εἶναι ἤ μοιÜζει μÝ ἄνθρωπο; Δßκηο ἔχει ὁ ΓÝροντας. Ἡ Μαρßα ἔχει ξεπερÜσει τÜ ἀνθρþπινα μÝτρα... Τþρα ἐνδεδυμÝνη μÝ τü εξþρασο τοῦ ΓÝροντα γιÜ νÜ τüν δῇ, ἐξαγορεýει τüν βßο της.

Ἕνα χρüνο μετÜ, ὅταν ξαναβγαßνῃ ὁ ΓÝροντας στÞν ἔρημο, ἡ Μαρßα δÝχεται τÜ Ἄχραντα ΜυστÞρια. «ΠατÝρα, ἔφτασε τü Αἷμα Σου τü Τßμιο μÝχρις ἐδῶ, μαζß μÝ τü ΠανÜγιο Σῶμα Σου, εἰς ἄφεσιν μου ἁμαρτιῶν καß εἰς ζωÞν αἰþνιον...».

            Φεýγει ὁ ΓÝροντας... Ὅμως τü ὄνομα...; Πῶς εἶναι τü ὄνομα τῆς γυναικüς ποý ἐκοινþνησε;

            Τü ἐφεξῆς ἔτος, ἐπανελθþν ὁ Ζωσιμᾶς εὗρεν αὐτÞν νεκρÜν καß δßπλα της ἐπß τῆς γῆς χαραγμÝνα τÜ γρÜμματα: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, θÜψον ὦδε τü σῶμα τῆς ἀθλßας Μαρßας. ἈπÝθανον τÞν αὐτÞν ἡμÝραν, καθ’ ἥν ἐκοινþνησα τῶν ἈχρÜντων Μυστηρßων. Εὔχου ὑπÝρ ἐμοῦ».

            Ἀδελφοß μου. Ὁ οὐρÜνιος ΠατÝρας μας, μᾶς περιμÝνει, ὅπως εἴμαστε, ἀρκεῖ νÜ τοῦ δþσωμε τüν ἑαυτü μας. ΜετÜ τÞν ὅποια πτþση ὑπÜρχει ἡ ἀνÜσταση. Ἕνα ὅν μüνο ἔχει τü θλιβερü προνüμιο νÜ σÝρνεται συνεχῶς στÞν γῆ καß νÜ μÞ μπορῇ νÜ ὑψωθῇ, τü σκουλÞκι. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τÞν δυνατüτητα νÜ βιþσῃ τÞν ἀνÜσταση.

            Ὁ βßος τῆς Ὁσßας Μαρßας τῆς Αἰγυπτßας τü βεβαιþνει.

            Ὁ λüγος τοῦ Ἁγßου ἸωÜννου τῆς Κλßμακος τü διακηρýσσει καß τü ἐπισφραγßζει:

«Εἶδον ἀκαθÜρτους ψυχÜς περß ἔρωτας σωμÜτων ἐμμανῶς διακειμÝνας· καß δÞ σκÝψιν μετανοßας προσλαβοῦσαι, ἐκ πεßρας ἔρωτος, τüν αὐτüν πρüς Κýριον μετενηνüχασιν ἔρωτα· καß πÜντα φüβον ὑπερπηδÞσασαι, ἀπλÞστως εἰς ἀγÜπην Θεοῦ ἐνεκεντρßσθησαν».

Ἡ ἁμαρτßα προσφÝρει θÜνατο. Ἡ μετÜνοια ὁδηγεῖ στÞν ζωÞ, ἀφοῦ «μετÜνοια ἐστßν ἀνÜκλησις βαπτßσματος· μετÜνοια ἐστß συνθÞκη πρüς Θεüν δευτÝρου βßου» (Κλῖμαξ, λüγος ε’).

Τü Σῶμα καß τü Αἷμα τοῦ Κυρßου μας, μᾶς κÜνει μετüχους τῆς οὐρανßου χαρᾶς καß μακαριüτητος, ἀφοῦ γινüμαστε ὅμαιμοι καß σýσσωμοι Αὐτοῦ.

Ἄς βοηθÞσωμε, ἤ μᾶλλον ἄς ἀφÞσωμε τÞν ψυχÞ μας, νÜ κÜνῃ τü σωτÞριο πÝρασμα, νÜ βιþσῃ δηλαδÞ, τü ΠÜσχα της, τÞν νÝκρωση τοῦ θανÜτου, τοῦ Ἅδου τÞν καθαßρεση καß νÜ ἑορτÜσῃ ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνßου ἀπαρχÞν.

 

 

Περιεχüμενα
ΕπιστροφÞ