«Δῶστε μας τόν Σωτῆρα...»
ΤΟΥ
ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
κ.κ. Χ Ρ Υ Σ Ο Σ Τ Ο Μ Ο Υ
Καί πάλι Χριστούγεννα.
Γύρισε ὁ τροχός τοῦ χρόνου καί σταματᾶμε
γιά μιά ἀκόμα φορά στήν ἡμέρα τήν ξεχωριστή. 25 Δεκεμβρίου 2008 .
Ἑτοιμασίες, φῶτα, ἀγορές, καί ὅλα
ἐκεῖνα τά ὁποῖα, κατά τήν κρίση μας, θά μᾶς
βοηθήσουν, νά γιορτάσουμε κατά τόν καλύτερο τρόπο. Εἶπα κατά τήν κρίση
μας. Γιατί αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία.
Τά Χριστούγεννα καί ἡ κάθε ἑορτή τῆς
Ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας πνευματικός σταθμός ἤ ἄν
θέλετε καλύτερα ἕνα γεγονός βιούμενο κάθε ἡμέρα. Ποιό εἶναι ὅμως
τό νόημα, ἡ οὐσία, τό μήνυμα τῆς Ἑορτῆς;
Μία λέξη θά εἴπω πού περικλείει τό βάθος τῆς
ὑποθέσεως. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ. Ὁ Θεός ἀνάμεσά μας. Ὁ Θεός ἔγινε
ἄνθρωπος. Πῆρε σάρκα καί ὀστᾶ. Γιά νά σώσῃ τόν ἄνθρωπο
καί νά «ἀνακαινίσῃ τήν σύμπασαν κτίσιν». Γιά νά κατοικήσῃ
στίς καρδιές μας. Νά μείνῃ μόνιμα ἐντός ἡμῶν, ἐφ’
ὅσον βεβαίως τό θελήσουμε.Τί ὡραῖο πρᾶγμα! Δῶρο
Θεοῦ ἡ ἐλευθερία. Ἐφ’ ὅσον τοῦ ἀνοίξουμε
τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας, τῆς κοινωνίας μας, τῆς καρδιᾶς
μας.
Ρίξτε μιά ματιά, ὅμως, στήν πραγματικότητα. Εἶναι
τόσο τραγική. Ἄν θελήσουμε νά παραδεχτοῦμε τήν ἀλήθεια καί
δέν κρυπτόμεθα πίσω ἀπό τό δάκτυλό μας, θά τρομάξουμε γιά τά ἀνθρώπινα «κατορθώματα» καί τήν συμφορά πού ἔχει ἐπιφέρει
σέ μᾶς τούς ἴδιους καί τήν κοινωνία μέσα στήν ὁποία ζοῦμε,
ἡ πείσμων ἄρνησή μας νά ἀκούσουμε τοῦ οὐρανοῦ
τό μήνυμα καί νά δεχτοῦμε τόν Σωτῆρα.
Ὁ σαρκικός, ὁ βοσκηματώδης βίος, ὅπως
λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς συνεπῆρε καί μᾶς
ἀπέκοψε ἀπό τήν πατρική, τήν πνευματική ἑστία, μέ ὅλα
τά ἐπακόλουθα πού ἐπιφέρει αυτή μας ἡ στάση.
Διερωτώμεθα, γιατί ἄραγε τόση ἀκαταστασία
στόν κόσμο; Τόση βία; Πόλεμοι; Τόσο μῖσος; Καί ἄλλα ὅμοια;
Καί προσπαθοῦμε νά δώσωμε ἀπαντήσεις.
Τόν τελευταῖο καιρό καί στήν δική μας, τήν ἑλληνική
κοινωνία, γιατί τέτοιος ξεσηκωμός; Τί φταίει; Γιά τό θέμα αὐτό καταναλώνεται
πολλή φαιά οὐσία, εἰδικοί βγαίνουν ἐπί ἡμερονυκτίου
βάσεως στά λεγόμενα καί καθιερωμένα πλέον, τηλεοπτικά παράθυρα γιά νά ἐξηγήσουν
τά φαινόμενα, ἀφοῦ κάνουν τίς σχετικές διαπιστώσεις.
Φρικιᾶ πᾶς ἔμφρων ἄνθρωπος ἀπό
ὅσα ἀκούονται καί τοὐλάχιστον ἀνησυχεῖ γιά τά
μετά ταῦτα, ἀφοῦ εἶναι πλέον κοινή ἡ διαπίστωση ὅτι
ἡ κοινωνία εἶναι πνευματικά παράλυτη καί τό ὅποιο σύστημα εἶναι
ἀδύνατο ἤ ἀνίκανο νά θεραπεύσῃ τήν ὅποια κρίση.
Γιατί; Γιατί λείπει Ἐκεῖνος, ὁ
Θεός. Δίχως Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται. Ἦλθε ὁ Θεός. Ἔρχεται.
Κρούει τήν θύρα. Παρακαλεῖ καί ἱκετεύει. Ποιός; Ὁ Θεός! Καί
μεῖς ἀπαντᾶμε: «Θεέ τραβήξου ἀπό κοντά μας, σκιάχτρο τοῦ
νοῦ καί τῆς ψυχῆς, γιά σέ τά λόγια τά δικά μας, δέν εἶναι
λόγια προσευχῆς».
Ἔνστασις. Ἀπό τήν κοινωνία, ἀπό
τόν σύγχρονο τεχνοκράτη ἄνθρωπο. Τό ξέραμε. Παπάς εἶσαι, τί θά πῆς!
Τά ἴδια κάθε φορά. Λείπει ὁ Χριστός. Τό ἔχομε ξανακούσει. Μή
μᾶς ἐνοχλεῖς ἄλλο.
Ἀπάντησις: Μά δέν σᾶς ἐνοχλεῖ
ἐκεῖνος πού λέγει τήν ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια σᾶς
κρίνει, μᾶς κρίνει ὅλους. Καί ἡ ἀλήθεια εἶναι
πολύ πικρή, εἶναι ὀδυνηρή.
Σκοτώσαμε
τό Θεό. Εἰδωλοποιήσαμε τόν ἑαυτό μας. Γκρεμίσαμε τίς ἀξίες.
Κλονίσαμε τήν ἐμπιστοσύνη στούς θεσμούς, γιατί τούς ἀπαξιώσαμε. Διαλύσαμε
τήν οἰκογένεια. Κλονίσαμε συθέμελα τό γάμο. Διασαλεύσαμε τό
οἰκοδόμημα τῆς παιδείας. Σκοτώσαμε τήν ἐλπίδα. Τήν ἐλευθερία
τοῦ Θεοῦ, τό ὡραιότερο δῶρο τοῦ
οὐρανοῦ, τή βαφτίσαμε ἐτσιθελισμό τοὐτέστιν
ἀσυδοσία. Κλείσαμε τά μάτια γιά τήν πνευματική ὑπόσταση τοῦ
ἀνθρώπου. Λέμε ψέματα στά παιδιά. Τούς ἀποκρύπτουμε, ὅτι
ἡ ζωή αὐτή εἶναι πρόσκαιρη. Τούς κρύψαμε τόν οὐρανό.
Μή
ρωτᾶτε, λοιπόν, γιατί ὑπάρχουν τόσες ἀντιδράσεις. Μή
ρωτᾶτε γιά τό ποιός δίνει τή δυνατότητα, τό ἔναυσμα γιά τή βία καί
τίς ταραχές, γιά τίς δολοφονίες ἀθώων ὑπάρξεων, γιά τίς
καταστροφές. Μήν ψάχνετε νά βρῆτε ποιός ὁπλίζει ψυχές καί χέρια γιά
νά γκρεμίσουν ἕνα ψεύτικο κόσμο. Ἐμεῖς. Ἐμεῖς
οἱ ἴδιοι. Ποιό παιδί δέν θά ξεσηκωθῆ ὅταν
τοῦ κρύψουν τήν ἀλήθεια;
Ὅταν ἀπό τήν στιγμή τῆς γέννησής του, τοῦ ποῦν
ψέματα γιά τούς γονεῖς του; Ὅταν τοῦ κρύψουν τούς λόγους τῆς
υἱοθεσίας. Ὅταν τοῦ ποῦν πῶς πέθανε ὁ
πατέρας του ἐνῶ ἐκεῖνος ζεῖ, ὅτι δέν
ὑπάρχει ἡ μητέρα του ἐνῶ ἐκείνη δρᾶ καί
κινεῖται σ’αὐτόν τόν κόσμο; Κάποια στιγμή θά πληροφορηθῆ
ἤ θά βρῆ μόνο του τήν ἀλήθεια. Καί τότε ἀλοίμονο.
Ἡ ταραχή θά εἶναι μεγάλη. Καί οἱ συνέπειες φρικτές.
Ἔ,
αὐτό συμβαίνει καί τώρα. Τά παιδιά μας κατάλαβαν τό ψέμα καί
διαμαρτύρονται. Ἀντιδροῦν γιατί βλέπουν ὅτι ἡ ζωή τους
δέν στηρίζεται σέ ἄσειστες βάσεις. Στρέφονται ἐναντίον ὅλων
ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ μποροῦσαν, δέν
ἠθέλησαν νά τούς δώσουν τό φῶς, τά ἐφόδια τῆς
ζωῆς.
Καί
τώρα φωνάζουν. Μέ μία ἀπεγνωσμένη φωνή. Μέ μιά κραυγή πρωτόγνωρης ἀγωνίας. Μήπως προφτάσουν
καί Τόν βροῦν. Ἐκεῖνον, πού Τόν σκότωσαν οἱ μεγάλοι. Μέ
τήν ἁμαρτωλή ζωή, μέ τήν ἐγωιστική διάθεση, μέ τήν
εἰδωλοποίηση τῆς ὕλης, μέ τήν ἐμπορικοποίηση τῆς
ψυχῆς.
Ἀηδίασαν
ἀπό τά ψεύτικα λαμπιόνια, ἀπό τίς πλᾶνες χαρές, ἀπό τίς
πρόσκαιρες σαρκικές καί στομαχικές ἡδονές. Ἀπό τό φραπέ, καί τό
τσιγάρο. Ἀπό τήν ἀνέμελη ζωή. Λιθοβολοῦν τό ψεύτικο σύστημα.
Τραβοῦν τούς ψεύτικους ἀνδριάντες γιά νά τούς ρίξουν κατά γῆς
καί νά τούς συντρίψουν μέ πάταγο, γιά νά ἀκουστῆ ἡ φωνή τους.
Ἐκείνη ἡ φωνή πού βγαίνει ἀπό τήν πληγωμένη ψυχή τους, τήν
ματωμένη καρδιά τους. «Ποῦ ἐστίν ὁ τεχθείς Σωτήρ τοῦ
Κόσμου; »
Τί
τόν κάνατε;
Ποῦ
τόν κρύψατε;
Γιατί
δέν μᾶς τό εἴπατε, ὅτι ἐγεννήθη γιά μᾶς;
Γιατί
«σκοτώσατε» τόν Πατέρα μας;
Γιατί
σκοτώσατε τίς ἐλπίδες μας;
Γιατί
δηλητηριάσατε τήν ὕπαρξή μας;
Γιατί
μᾶς μάθατε μόνο νά τρῶμε καί νά διασκεδάζουμε καί δέν μᾶς
εἴπατε τίποτα, ὅτι μέσα σ’αὐτό τό σῶμα ὑπάρχει
ἡ ψυχή;
Τώρα
τό καταλάβαμε! Δῶστε μας τόν
Σωτῆρα. Καί ἄν δέν μπορεῖτε ἐσεῖς, δεῖξτε
μας τό δρόμο. Θά βιαστοῦμε, θά τρέξουμε. Θά σᾶς παρατήσουμε, νά ζῆτε
μέ τίς αὐταπάτες σας. Εἶστε ὑποκριτές. Ζῆστε
ἐσεῖς μέσα στό ψέμα. Ἐμεῖς θέλουμε τήν ἐλευθερία!
Ναί,
προχωροῦν αὐτές οἱ ψυχές κάθε ἡμέρα ὑψώνοντας τή
φωνή τους. «Ποῦ εἶναι ὁ Σωτήρας τοῦ Κόσμου;».
Ἐμεῖς
τολμᾶμε μέ πόνο ψυχῆς; Μέ ὀδύνη γιά τίς παραλείψεις μας; Μέ
ντροπή γιά τά ὀλισθήματά μας; Μέ συντριβή γιατί κρύψαμε τό ἀληθινό
Θεό; Εἴτε εἴμαστε ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες, εἴτε
κοινωνικοί ταγοί; Τολμᾶμε μέ καλυμμένο τό πρόσωπο ἀνάμεσα στά χέρια
μας, μέ κατεβασμένο τό βλέμμα, λιτανεύοντες τή χρωστούμενη συγγνώμη πρός τοῦς
νέους ἀνθρώπους, τολμᾶμε νά τούς ποῦμε τήν
ἀλήθεια;
Ποτέ
δέν εἶναι ἀργά. Ἄς τολμήσουμε σήμερα, ὑπεύθυνα καί κοιτάζοντας
εὐθέως τά παιδιά μας στά μάτια, ἄς τολμήσουμε νά ποῦμε
ὅτι πλέον ἡ λύση εἶναι μονόδρομος. Καί παρακαλοῦμε καί
τούς ἄλλους. Ὅποια θέση καί ἄν ἔχουν. Ὅποια
καρέκλα καί ἄν κατέχουν. Ὅποια, ἐξουσία καί δύναμη. Τούς
παρακαλοῦμε νά ποῦν τήν ἀλήθεια.
Ναί!
Ἄς τολμήσουμε νά τό πράξουμε, κάνοντας τήν αὐτοκριτική μας. Νά
ποῦμε τήν ἀλήθεια πού 2.000 καί πλέον χρόνια ἔμεινε καθαρή καί
ξάστερη καί θά μείνη γιά πάντα.
Ἐλᾶτε
νά δῆτε τόν Σωτῆρα. Αὐτόν πού ψάχνετε μέσα ἀπό τήν
ἐναγώνια κραυγή σας, τίς ἀπεγνωσμένες προσπάθειες, τίς
πορεῖες καί τίς ἀντιδράσεις στό ἁμαρτωλό σύστημα.
Νάτος!
Στήν Ἐκκλησία Του. Στό Εὐαγγέλιο. Ἀλήθεια παιδί μου, τό
ἔχεις διαβάσει ποτέ τό Εὐαγγέλιο; Ὄχι! Πῶς νά τό
διαβάσω; Δέν μέ ἔμαθε κανείς νά τό διαβάζω. Δέν μοῦ τό ἔδωσε
κανείς. Δέν μοῦ μίλησαν γιά τήν ἀξία του.
Νάτος!
Στά Μυστήρια, πού γαληνεύουν τήν ψυχή. Ἄχ, γιατί τόσα χρόνια δέν
μοῦ τό εἴπατε; Γιατί ποτέ δέν ἄκουσα ἀπό τά χείλη σας
αὐτό πού ἔλεγε ἕνα ἄλλο παιδί, πού ὅταν μέσα
ἀπό πολλές ταραχές τοῦ βίου του βρῆκε τό Θεό, φώναξε δυνατά;
«Γιά σέ ὦ Θεέ πού μᾶς ἔπλασες γιά Σέ εἶναι
ἀνήσυχη ἡ ψυχή μας, ἕως ὅτου Σέ βρεῖ καί
ἀναπαυθῆ σέ Σένα».
Νάτος,
παιδί μου, ὁ Θεός. Στό ἁπλωμένο χέρι τῶν φτωχῶν,
στοῦ πρόσφυγα, στοῦ ξένου, στοῦ λαθρομετανάστη τό βουρκωμένο
βλέμμα, στοῦ ἄρρωστου τό πονεμένο δάκρυ, στούς ἀγῶνες
τοῦ πατέρα νά βρῆ δουλειά γιά νά ζήσουν τά παιδιά του, στούς
ἀγῶνες ὅλων ἐκείνων πού πέρασαν ἀπ’αὐτό τόν
κόσμο καί ἄφησαν ἀνεξίτηλα τά ἴχνη τους γιατί πότισαν μέ τό
αἷμα τους τή γῆ μας, ὑπερασπιζόμενοι τήν ἀλήθεια γιά τό
Θεό καί τόν ἄνθρωπο.
Νάτος,
ὁ Θεός, παιδί μου καί στή φυλακή. Κάνει παρέα σέ κείνους πού πῆραν
λάθος δρόμο καί τούς παρηγορεῖ.
Νάτος,
ὁ Θεός, στούς κοινωνικούς ἀγῶνες γιά εἰρήνη, γιά
δικαιοσύνη, γιά ἐλευθερία, γιά ἀνθρωπιά. Ὅλοι αὐτοί
οἱ ἀγῶνες, χωρίς τόν Θεό, δέν ἔχουν καμμία ἀξία.
Νάτος
ὁ Θεός παιδί μου, ζεῖ μέσα στή δική μας καρδιά. Ἐσύ μοῦ
εἶπες πώς ἤδη Τόν βρῆκες. Σέ ρώτησα πῶς, καί μέ
εἰλικρίνεια μοῦ ἀπάντησες. «Ἔκλεισα τά μάτια μου γιά νά
μή βλέπω τίποτε ἀπό τή βρωμιά αὐτοῦ τοῦ ψεύτικου
κόσμου. Καί ταξίδεψα ἐκεῖ στή Βηθλεέμ. Καί ἐπειδή
ἐσεῖς τόν δρόμο φοβόμουν μήπως δέν μοῦ δείξετε καί πάλι,
ἀκολούθησα πιστά μέ τήν ψυχή μου, τό ἀστέρι καί τώρα εἶμαι
ἤδη ἐκεῖ μπροστά Του. Μαζί μέ τούς Ποιμένες, τούς Μάγους, τά
ἄλογα ζῶα καί τήν Παναγία Μητέρα Του, τόν Ἰωσήφ καί τόσους
ἄλλους πού Τόν ἀγάπησαν 2.000 καί πλέον χρόνια.
Ἐγώ,
σᾶς ξεπέρασα. Ἔφυγα πολύ μπροστά ἀπό σᾶς.
Ἐσεῖς μείνετε στήν ἄνεση σας, στή βόλεψή σας, στόν ψεύτικο
κόσμο σας. Εἶμαι στή Βηθλεέμ μαζί μέ τούς Ἀγγέλους. Μήπως θέλετε νά
ἔλθετε καί σεῖς; Σᾶς περιμένει. Σᾶς περιμένω. Σᾶς
περιμένουμε. Μήν ἀργήσετε ὅμως......» .
Ἅγια
Χριστούγεννα 2008
|
|