Έπειτα από μια τριετή περίπου ανάπαυλα, ήχησαν πάλι τα όπλα στα Βαλκάνια, και άρχισε μια νέα ανθρώπινη τραγωδία, συνεπεία της από καιρό τώρα αναμενόμενης -και προγραμματισμένης θα τολμούσε να πει κανείς- λαίλαπος, που πλήττει εδώ και τρεις εβδομάδες το Κοσσυφοπέδιο και τη λοιπή Γιουγκοσλαβία. Οποιαδήποτε αναφορά στη στρατιωτική επέμβασητου ΝΑΤΟ και στις πολιτικές διαστάσεις των διαδραματιζομένων, θα ήταν περιττή στο παρόν σημείωμα. Μια και μεγάλη μερίδα του διεθνούς Τύπου ασχολείται σε καθημερινή βάση με την κατάσταση που επικρατεί στο Κοσσυφοπέδιο και δεν παύει να επικρίνει την Αμερική και τους εν Ευρώπη εταίρους της, για τον παραγκωνισμό του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και την άνευ νομικού ερείσματος χρησιμοποίηση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στην κήρυξη πολέμου κατά μιας ανεξάρτητης ευρωπαϊκής χώρας, υπό το πρόσχημα ότι η ηγεσία της καταπατεί τα ανθρώπινα δικαιώματα μιας εθνικής μειονότητάς της. Εκείνο όμως το οποίο πρέπει να υπογραμμισθεί, είναι ότι στην τραγωδία του Κοσσυφοπεδίου επαναλαμβάνεται αυτό που είχε συμβεί προ πενταετίας, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης. Διότι, όπως τότε, βλέπουμε και σήμερα αυτούς που, ηθελημένα ή αθέλητα, συγχέουν ξανά τον σερβικό λαό με τη μετα-κομμουνιστική ηγεσία του και΄, επαναλαμβάνοντας τρόπον τινά τον Ισμαήλ Κανταρέ, συνεχίζουν να ψάλλουν την ίδια επωδό περί "απαισίων και αιμοβόρων Σέρβων", δογματίζοντας ότι "αν είσαι Καθολικός ή Διαμαρτυρόμενος, είσαι πολιτισμένος - αν τυγχάνεις Ορθόδοξος, είσαι βάρβαρος". Άσχετο αν το μεγαλύτερο ανοσιούργημα κατά του ανθρωπίνου γένους στον αιώνα μας, το διέπραξε ένα, κατά το ήμισυ Ρωμαιοκαθολικό και κατά το έτερο ήμισυ Προτεσταντικό, "πολιτισμένο" κράτος, η Ναζιστική Γερμανία. Ταυτόχρονα όμως, βλέπουμε και εκείνους που, παραθεωρώντας τις γεωπολιτικές επιδιώξεις και οικονομικές βλέψεις των Δυτικών κρατών στη Βαλκανική, θεωρούν τα τεκταινόμενα στην περιοχή αυτή, απλώς ως επίθεση της "χριστιανικής Δύσεως" εναντίον της "ορθοδόξου Ανατολής". Η Δύσις εν τούτοις έπαυσε προ πολλού να είναι "χριστιανική". Όπως προ πολλού έπαυσε να είναι "ορθόδοξη", με την αγιοπατερική σημασία του όρου, και η Ανατολική Ευρώπη. Διότι στον χώρο αυτό, η Ορθοδοξία μεταβλήθηκε, ως μη ώφελε, σε απλή ιδεολογία. Στην προκειμένη δε περίπτωση, πρέπει να τονισθεί ότι άλλο πράγμα είναι ο ορθόδοξος λαός της Σερβίας, και έτερο, η εκκλησιομάχος άθεη πολιτική ηγεσία της. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις πρώτες ήδη μέρες της διασπάσεως της Γιουγκοσλαβίας, ο Πατριάρχης των Σέρβων Παύλος και γενικά η σερβική ιεραρχία, όχι μόνον είχαν πάρει αποστάσεις από τον Πρόεδρο Μιλόσεβιτς και τους περί αυτόν, αλλά και τους καθιστούσαν υπεύθυνους για τα δεινά τα οποία υπέφερε ο σερβικός λαός. Να μη λησμονηθούν όσα προφητικά έλεγε ο Πατριάρχης Παύλος την Κυριακή της Πεντηκοστής του 1992, όταν, ενώ καλούσε τον σερβικό λαό σε εθνική ενότητα, καταδίκαζε, χωρίς περιστροφές, τον Πρόεδρο Μιλόσεβιτς, παρατηρώντας ότι "μερικοί δεν εννοούν να ακούσουν, ούτε θέλουν να δουν τους εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους οι οποίοι απειλούν τη Σερβία". Από τότε ήδη, ο σεβάσμιος Προκαθήμενος της Εκκλησίας Σερβίας διέβλεπε τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεχε ο σερβικός λαός να αποβεί ο αποδιοπομπαίος τράγος της διεθνούς κοινωνίας και βρεθεί στο περιθώριο της ανασυγκροτούμενης νέας Ευρώπης. Όπως και τελικά απέβη. Όχι όμως εξ' αιτίας μόνο της Δύσεως, αλλά και των αλλοπρόσαλλων, εν πολλοίς δε, εθνικά επιζήμιων χειρισμών της πολιτικής ηγεσίας του. Η σερβική ιεραρχία δεν φρονούσε διαφορετικά όταν, μετά την προέλαση του κροατικού στρατού στην Κράινα και την Ανατολική Σλαβονία, τον Αύγουστο του 1995, με βαρυσήμαντη δήλωσή της, κατακεραύνωνε "τον εγωισμό και τη δίψα για εξουσία του νεο-κομμουνιστικού κατεστημένου", στηλιτεύοντας συνάμα την "κοντόφθαλμη πολιτική του Προέδρου Μιλόσεβιτς η οποία οδήγησε τον σερβικό λαό σ' ένα αδιέξοδο, που στέκεται εμπόδιο στην πνευματική, ηθική και πολιτική παλιγγενεσία του". H από 25 Μαρτίου 1999 Έκκληση του Πατριάρχου Παύλου και της περί αυτόν Ιεράς Συνόδου ευθύς μετά τους πρώτους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ, βρίσκεται ευθυγραμμισμένη με την ανωτέρω σαφή αντικαθεστωτική τοποθέτηση της Εκκλησίας Σερβίας. Διότι απευθύνεται όχι μόνο "προς τις κυβερνήσεις των χωρών ολοκλήρου του κόσμου", αλλά και στις "πολιτικές και στρατιωτικές Αρχές της Σερβίας και της Γιουγκοσλαβίας", καλώντας τες να αποκαταστήσουν την ειρήνη, "ούτως ώστε επιτραπεί στο βασανιζόμενο και πάσχον σερβικό έθνος και στους λοιπούς λαούς που διαβιούν στο πλευρό του (τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου), να ζήσουν εν ειρήνη Θεού". Αλλά ευθυγραμμισμένη με την τοποθέτηση αυτή ήταν και η ανταπόκριση του Επισκόπου Ράσκας και Πριζρένης Αρτεμίου, στην πρόσκληση του Ραββίνου Αρθούρου Σνάιερ, Προέδρου του Ιδρύματος "Κραυγή Συνειδήσεως", όπως παρακαθήσει, μαζί με ρωμαιοκαθολικούς και μουσουλμάνους ηγέτες του Κοσσυφοπεδίου, σε συνέδριο, που σκόπευε στην παροχή μηνύματος ελπίδας και ειρήνης στους Σέρβους και Αλβανούς κατοίκους της περιοχής αυτής. Συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο που διατρέχει ο ορθόδοξος λαός του Κοσσυφοπεδίου, σε περίπτωση που, λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων, θα τον εγκατέλειπε το καθεστώς του Βελιγραδίου -όπως ακριβώς προ πενταετίας είχε εγκαταλείψει στο έλεος του Θεού τους Σέρβους της Βοσνίας- ο Επίσκοπος Αρτέμιος, παραμερίζοντας τις γνωστές επιφυλάξεις του όσον αφορά στον συγχρωτισμό των ορθοδόξων με ετεροδόξους και αλλοθρήσκους, δεν δίστασε να συνδιαλεγεί, περί τα μέσα Μαρτίου, με Παπικούς, Διαμαρτυρόμενους, Εβραίους και Μουσουλμάνους και να συνυπογράψει δήλωση, η οποία όχι μόνο τασσόταν κατηγορηματικά εναντίον των φόνων και της ισοπεδώσεως των πάντων και απαιτούσε τον σεβασμό της πολιτισμικής και γλωσσικής ταυτότητας των εθνικών κοινοτήτων του Κοσσυφοπεδίου, αλλά και συνηγορούσε υπέρ της εισαγωγής ενός βιώσιμου διοικητικού συστήματος στην περιοχή αυτή. Ενός συστήματος που θα ανταποκρινόταν στις προσδοκίες όλων ανεξαιρέτως των κατοίκων του και δεν θα παραβίαζε τα δικαιώματα των μειονοτήτων που ζουν σ' αυτό. Οι φόβοι του Επισκόπου Αρτεμίου και γενικά της Σερβικής Εκκλησίας δεν είναι αβάσιμοι. Διότι αν το καθεστώς του Βελιγραδίου, προκειμένου όπως βγει από το σημερινό αδιέξοδο και κυρίως μη χάσει την εξουσία, δεχόταν, όπως φημολογείται, κάποια διχοτόμηση του Κοσσυφοπεδίου, είναι βέβαιο ότι θα προτιμούσε να κρατήσει τη βορειοανατολική περιοχή του Κόσοβσκα Μητρόβιτσα με τον ορυκτό πλούτο και τις υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις της, παρά το Πέκιο ή το Ντετσάνι με τους πατριαρχικούς οίκους και τα απαράμιλλα μεσαιωνικά ορθόδοξα Μοναστήρια τους. Οι ανωτέρω χωρίς επαμφοτερισμούς τοποθετήσεις της σερβικής ιεραρχίας έρχονται να καταδείξουν ότι, όχι μόνο είναι άτοπο και άδικο να ταυτίζεται ο σερβικός λαός και η Εκκλησία του με το σημερινό πολιτικό κατεστημένο της Γιουγκοσλαβίας, πολύ δε περισσότερο να κατηγορείται η Εκκλησία της Σερβίας ότι ευνοεί την εθνοκάθαρση, όπως έγινε, δυστυχώς, εκ μέρους ωρισμένων δυτικών πολιτικών και εκκλησιαστικών παραγόντων, ούτε όμως και να χαρακτηρίζεται ως "ορθόδοξο" ένα άθεο καθεστώς, από το οποίο υπέφερε και υποφέρει πρωτίστως η Ορθόδοξος Εκκλησία της Σερβίας. Είναι γεγονός ότι οι αμείλικτοι βομβαρδισμοί της Σερβίας και του Μαυροβουνίου εκ μέρους της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, δεν είχαν τα αποτελέσματα τα οποία ανέμεναν οι εμπνευσταί τους. Διότι, όχι μόνον επέσπευσαν την έξοδο των Αλβανών κατοίκων του Κοσσυφοπεδίου, δημιουργώντας ένα σοβαρότατο προσφυγικό πρόβλημα και επιτυγχάνοντας αυτό που αδυνατούσε να πράξει ο Πρόεδρος Μιλόσεβιτς εδώ και δέκα χρόνια, αλλά και αντί να τον εξασθενίσουν, συνετέλεσαν, το γε νυν έχον, στη συσπείρωση των Σέρβων, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθετήσεως, γύρω από αυτόν. Εν τούτοις δεν χωρεί αμφιβολία ότι σε περίπτωση κάποιας καθεστωτικής αλλαγής στη Γιουγκοσλαβία, η πρώτη που θα πανηγυρίσει, θα είναι η Εκκλησία της Σερβίας. Ο Μ. Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τσέτσης "ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΣ"-Δελτίον Οικουμενικής Επικαιρότητος |