ΠΕΡΙ
ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ
Τοῦ ΣεβασμιωτÜτου Μητροπολßτου Πατρῶν
κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Ἡ εἴσοδüς μας στÞν Ἁγßα καß ΜεγÜλη ΤεσσαρακοστÞ σηματοδοτεῖ τÞν ἔναρξη ἑνüς ἐντονωτÝρου πνευματικοῦ ἀγῶνoς,
προκειμÝνου νÜ φτÜσωμε νÜ προσκυνÞσωμε τÜ σεπτÜ πÜθη τοῦ Κυρßου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καß νÜ τüν δοξÜσωμε ἈναστÜντα ἐκ νεκρῶν.
Αὐτüς ὁ ἀγþνας εἶναι δýσκολος, ἀφοῦ ἡ πορεßα μας γιÜ συνÜντηση μÝ τüν Κýριü μας εἶναι «ΓολγοθÜς», τüν ὁποῖο ἀνεβαßνομε αἴροντες ὁ
καθÝνας τüν σταυρü του. Ἡ Ἐκκλησßα μᾶς ἐνισχýει σ’ αὐτüν τüν ἀνηφορικü δρüμο, χαρßζοντÜς μας τÞν δυνατüτητα νÜ βαδßζωμε ἔχοντας συνοδοιπüρο μας τüν ἴδιο τüν Κýριü μας Ἰησοῦν Χριστü, ὁ ὁποῖος κÜθε φορÜ ποý πÝφτομε καß πληγωνüμαστε, μᾶς πιÜνει ἀπü τü χÝρι καß μᾶς δßδει οὐρÜνια χÜρη καß δýναμη. Ὅμως ἔχομε καß τÞν Παναγßα μας, ἡ ὁποßα μÝ τßς πρεσβεῖες της γßνεται ἡ
παραμυθßα μας, ἡ παρηγοριÜ μας δηλαδÞ, καß μÝ τü μητρικü γλυκýτατο βλÝμμα
της στηρßζει τÜ ἀδýναμα μÝλη μας, ὥστε νÜ φτÜσωμε στü εὐλογημÝνο τÝλος. ΤÞν συνοδεýουν στÞν ἱκεσßα της οἱ Ἅγιοß μας, οἱ οποῖοι μÝ τÞν κατÜ Θεüν βιοτÞ καß πολιτεßα τους, μᾶς ἐμπνÝουν καß μᾶς στηρßζουν στÞν πνευματικÞ μας πορεßα.
Σ’ αὐτü τüν δρüμο ἡ μητÝρα μας Ἐκκλησßα μᾶς παρÝχει καß τÜ σωτÞρια φÜρμακα, ποý εἶναι, ὅπως ὅλοι καλῶς γνωρßζομε, ἀπαραßτητα γιÜ τÞν θεραπεßα τῶν «πληγῶν» μας. Εἶναι ἡ προσευχÞ, ἡ νηστεßα, ἡ νÞψη, ἡ φυλακÞ τοῦ νοüς, τü λουτρü τῆς μετανοßας καß ἐξομολογÞσεως, καß τÝλος ἡ
συμμετοχÞ μας στÞν ΕὐχαριστιακÞ ΤρÜπεζα, ὅπου γινüμαστε μÝτοχοι τῆς οὐρανßου χαρᾶς καß μακαριüτητος, γευüμενοι τοῦ Παναγßου Σþματος καß τοῦ Τιμßου Αἵματος τοῦ Κυρßου καß Θεοῦ καß Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
ΠρÝπει ὅμως νÜ γνωρßζωμε λεπτομερῶς τßς δυσκολßες αὐτῆς τῆς πορεßας καß τοýς ἐχθροýς μας, οἱ ὁποῖοι ἀγωνßζονται, ὥστε νÜ μᾶς ἐμποδßσουν ,παντß τρüπῳ, νÜ φτÜσωμε στü ἐπιθυμητü καß ἅγιο «τÝλος», νÜ ἐπιτýχωμε δηλαδÞ τÞν κατÜ Χριστüν Ἰησοῦν τελεßωση, τÞν θÝωσÞ μας.
Ἄς δοῦμε λοιπüν, ἐν ὀλßγοις, αὐτοýς τοýς ἐχθροýς μας, ὥστε νÜ συντονßσωμε τüν ἀγῶνα μας πρüς τελεßαν καß βεβαßαν τÞν νßκη.
·
Ὁ πρῶτος ἐχθρüς μας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτüς μας, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ τÜ ἰδικÜ του, καß κÜθε τüσο τü γαιῶδες, τü χαμαßζηλον φρüνημÜ
μας ἐξÝρχεται εἰς βοσκÞν βορβορþδη, ὑπηρετþντας τßς σαρκικÝς ἡδονÝς καß ἐπιθυμßες μας. Ὁ Ἅγιος Ἀπüστολος Παῦλος γρÜφει σχετικÜ μÝ αὐτü τü θÝμα: «ΒλÝπω δÝ ἕτερον νüμον ἐν τοῖς μÝλεσß μου, ἀντιστρατευüμενον τῷ νüμῳ τοῦ νοüς μου καß αἰχμαλωτßζοντÜ με ἐν τῷ νüμῳ τῆς ἁμαρτßας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μÝλεσß μου» (Ρωμ. ζ’.23).
Ὅ Ἅγιος ΔιÜδοχος Φωτικῆς κÜνει ἐπßσης λüγο γιÜ τßς σωματικÝς αἰσθÞσεις, ἀφοῦ ἔχομε σῶμα, οἱ ὁποῖες πολλÜκις ἐπαναστατοῦν ἐναντßον τοῦ θελÞματος τοῦ Θεοῦ, ἀλλÜ κÜνει λüγο καß γιÜ τÞν ψυχικÞ αἴσθηση, ἀφοῦ ἔχομε καß ψυχÞ.
Ὁ ἐμπαθÞς καß πεπτωκþς ἄνθρωπος, ἔχει φρüνημα σαρκικü καß ὑπηρετεῖ δουλικÜ τÜ ταπεινÜ ἔνστικτα. Ζεῖ γιÜ τÞν εὐχαρßστηση τῶν σωματικῶν αἰσθÞσεων, ἡ ὁποßα εἶναι πρüσκαιρη καß καταστροφικÞ. Ὅ ἂνθρωπος αὐτῆς τῆς κατηγορßας, «τüν ἀγῶνα πÜντα πρüς τÜ ὁρþμενα ἔχει...
Σκοτεινüς εἰσß τοῖς φρονÞμασι καß τῶν ἀκτßνων τοῦ θεßου φωτüς πÜντων ἀμÝτοχος»
(ΝικÞτας Στηθᾶτος).
Ὁ
πλÝον χαρακτηριστικüς ὅμως λüγος γιÜ αὐτü τü εἶδος ἀνθρþπου, εἶναι ἐκεῖνος τοῦ ὁσßου Μακαρßου τοῦ Αἰγυπτßου: «Ὁ σαρκικῇ προαιρÝσει ἄνθρωπος, ὁπüταν περß Θεοῦ ἀκοýσῃ, ὡς ἀηδεῖ ὁμιλßα περιοχλοýμενος τüν νοῦν ἀηδιÜζεται,
καθþς καß ὁ προφÞτης λÝγει: “ἐγÝνετο αὐτοῖς ὁ
λüγος τοῦ Θεοῦ ὡς ἔμετος”».
·
Ὁ
δεýτερος ἐχθρüς μας εἶναι ὁ κüσμος, ὁ ὁποῖος μÝ τü δικü του «κοσμικü», ἁμαρτωλü φρüνημα καß μÝ τÞν δýναμη ποý διαθÝτει, μᾶς ἑλκýει συνεχῶς πρüς τÜ ἡδÝα (εὐχÜριστα) τῆς γῆς, τÜ ὁποῖα εἶναι φθαρτÜ καß παρÝρχονται ἀνεπιστρεπτß. Μᾶς ξεγελÜει λÝγοντÜς μας ὅτι ἡ εὐτυχßα καß ἡ χαρÜ εὑρßσκονται ἐδῶ καß ὅτι ὅταν κλεßσωμε τÜ μÜτια μας ὅλα τελειþνουν, λÝς καß ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὄν χωρßς εἶδος καß πνευματικü κÜλλος.
Ὁ
κüσμος, μᾶς κινεῖ σÝ ἐξωστρÝφεια καß διασπᾶ τßς ἐσωτερικÝς μας
δυνÜμεις, ὥστε νÜ εὑρισκþμεθα συνεχῶς σÝ πνευματικÞ ραστþνη καß νÜ ζοῦμε ἁπλῶς στü «κατÜ φýσιν», χωρßς πνευματικÞ πρüοδο καß ἀνÜταση.
ΘÜ ἀναφÝρω δýο πολý χαρακτηριστικÜ παραδεßγματα, τÜ ὁποῖα ἔχουν τÞν φιλοσοφßα τοῦ, «δÝν πειρÜζει...».
-
ΣυνÞντησα μετÜ τÞν ΠρωτοχρονιÜ γυναῖκα,
μεγÜλης ἡλικßας, ἡ ὁποßα μοῦ εἶπε «ἐν χαρᾷ» ὅτι ἦτο εὐτυχÞς, διüτι ἐξεπληρþθη ἡ ἐπιθυμßα της, πρßν πεθÜνει νÜ πÜῃ στü καζßνο. ΒρÝ γιαγιÜ, εἶπα, τß λÝς! Πῆγες ἐσý στü καζßνο; Ναß Δεσπüτη μου, εἶναι κακü; ΜÜ ἐκεῖ εἶναι ναüς τοῦ διαβüλου, τῆς εἶπα. ΔÝν ἔπαιξα λεφτÜ Δεσπüτη μου, ἀλλÜ... εἶναι ὡραῖα... ΘÜ πÜω Δεσπüτη μου νÜ ἐξομολογηθῶ γιÜ νÜ μÝ συγχωρÝσῃ ὁ Θεüς.
Ἄχ αὐτÞ ἡ νοοτροπßα, εἶπα μÝσα μου, πüσους ἔχει ὁδηγÞσει σÝ καταστÜσεις ὀδυνηρÝς!
«Ἔλα βρÝ ἀδελφÝ, καß τß ἔγινε...;» Ἡ ἐξωστρÝφεια, τü κοσμικü φρüνημα, τü ὁποῖο μᾶς μπερδεýει καß μᾶς ἀποπροσανατολßζει.
Δεýτερο
παρÜδειγμα εἶναι ἡ συμμετοχÞ τῶν ἀνθρþπων στßς καρναβαλικÝς ἐκδηλþσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι ξÝνες μÝ τü ἦθος καß τÜ δεδομÝνα τῆς Ὀρθοδüξου πßστεως καß τῆς Ἐκκλησßας μας. «Ἔ, δÝν πειρÜζει ποý βγαßνομε γιÜ νÜ ξεφαντþσωμε...», λÝνε οἱ περισσüτεροι. Αὐτü τü,
«δÝν πειρÜζει» τοῦ κοσμικοῦ φρονÞματος ὁδηγεῖ στü παντελÝς ξÝφτισμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
·
Τρßτος ἐχθρüς μας εἶναι ὁ μισüκαλος διÜβολος, ὁ ὁποῖος ἐργÜζεται νυχθημερüν ἐναντßον τοῦ θεßου θελÞματος καß διαβÜλλει συνεχῶς τüν Θεü στüν ἄνθρωπο, ὡς μιαρüς ψυθιριστÞς. Ὁ Ἅγιος Ἀντþνιος μιλÜει μÝ σαφÞνεια καß προειδοποιεῖ: «Εἶδον τÜς παγßδας τοῦ διαβüλου ἡπλωμÝνας ἐν τῇ γῇ». Καραδοκεῖ,
ὁ πειραστÞς, σÝ κÜθε
μας βῆμα καß Ýπιζητεῖ μανιακῷ τῷ τρüπῳ τßνα καταπßῃ.
Ὁ ἄνθρωπος, «πεσþν ὑπü τÞν ἐξουσßαν τοῦ διαβüλου κλονεῖται τῷ δεινῷ ἀνÝμῳ τῆς ἁμαρτßας πνÝοντι, καß σεßονται ψυχαß καß λογισμοß καß νοῦς. ὉμοιÜζει δÝ σßτῳ βεβλημÝνῳ τῷ σινßῳ τῆς γῆς ταýτης σινιαζüμενος ἐν ἀστÜτοις λογισμοῖς τοῦ κüσμου τοýτου καß σÜλῳ ἀπαýστῳ τῶν γηßνων πραγμÜτων, ἐπιθυμιῶν καß πολυπλüκων ἐννοιῶν, ὑλικῶν καß ἡδονῶν παντοδαπῶν καß ποικßλων» (Ἅγιος ΜακÜριος ὁ Αἰγýπτιος).
ΤÜ τεχνÜσματα τοῦ διαβüλου εἶναι ποικßλα καß φοβερÜ, ἀφοῦ κτυπÜει στü σημεῖο ὅπου ὑπÜρχει ἡ ἀδυναμßα τοῦ καθενüς
μας. Ὅπως τü πτηνü
δρυοκολÜπτης κτυπÜει μÝ τü ρÜμφος του τüν κορμü τοῦ δÝνδρου, προκειμÝνου νÜ εὕρῃ κοýφιο σημεῖο καß νÜ κτßσῃ τÞν φωλιÜ του ἤ νÜ κορÝσῃ τÞν πεῖνα του, ἔτσι καß ὁ διÜβολος κτυπÜει τüν ἄνθρωπο ἐκεῖ ὅπου εἶναι κοýφιος καß κενüς, προκειμÝνου νÜ ἐγκαταστÞσῃ τü στρατηγεῖο του.
·
Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησßας μας συνιστοῦν τÞν συνεχῆ μνÞμη καß ἀγÜπη τοῦ Θεοῦ, ποý
γλυκαßνουν τÞν καρδιÜ τοῦ ἀνθρþπου, ἀφοῦ στü βÜθος τῆς καρδιᾶς μας εἶναι ἐγκαθιδρυμÝνη ἡ χÜρις τοῦ Κυρßου μας, τÞν ὁποßα ἐλÜβαμε μÝ τü ἅγιο ΒÜπτισμα.
Ἡ ἀγÜπη τοῦ Θεοῦ ἐλευθερþνει τüν ἄνθρωπο ἀπü τßς γÞινες μÝριμνες καß «τüτε αὐτῷ ὀχλεῖ ὁ φüβος τοῦ Θεοῦ καθαρßζων αὐτüν ἐν αἰσθÞσει πολλῇ καß πÜσης τῆς γεþδους παχýτητος» (Ἅγιος ΔιÜδοχος Φωτικῆς).
ΠολλÜκις αἰσθÜνομαι λýπην βαθυτÜτην στÞν ψυχÞ μου, ὅταν σκÝπτωμαι ὅτι λßγοι ἀγωνßζονται σωστÜ καß συνειδητÜ τüν καλüν ἀγῶνα κατÜ τÞν διÜρκεια τῆς Ἁγßας καß ΜεγÜλης Τεσσαρακοστῆς, ἀλλÜ καß καθ’ ὅλη τÞν διÜρκεια τοῦ ἔτους καß ἀκüμη λιγüτεροι φτÜνουν στü τÝρμα.
Εἶναι φανερü ὅτι οἱ περισσüτεροι ἄνθρωποι ζοῦν «βßον ἐπßπλαστον»,
χωρßς ἰδιαßτερο κüπο καß πνευματικÞ ἄσκηση, καß γιÜ τοῦτο ἔχουν ἀδýναμες πνευματικÝς αἰσθÞσεις καß δÝν ἀντÝχουν στοýς δεινοýς ἀνÝμους τῶν φρικτῶν πειρασμῶν. Ἔτσι, ἐνῷ κÜνομε λüγο γιÜ τÞν πνευματικÞ ζωÞ, πüρρω ἀπÝχομε αὐτῆς, καß ἐνῷ ἑτοιμαζüμαστε γιÜ τüν ἑορτασμü τοῦ ΠÜσχα, οὐδÝν ἐπιτυγχÜνομε, ἀφοῦ δÝν κατορθþνομε τü πÝρασμÜ
μας ἀπü τü σκοτÜδι στü φῶς, ἀπü τÜ πρüσκαιρα καß τÜ βοσκηματþδη, στÞ χαρÜ τῶν τÝκνων τῆς Βασιλεßας τοῦ Θεοῦ.
·
Ἡ δυνατüτης ὑπÜρχει καß ἡ χÜρις πλουσßα δßδεται παρÜ Κυρßου. Ἄς καταθÝσωμε τÞν θÝλησÞ μας καß τÞν ὑπομονÞ μας γιÜ τüν σωστü πνευματικü ἀγῶνα.
ΜιÜ εὐχÞ καß προσευχÞ ἐπß τῇ ἀπαρχῇ τῆς κατανυκτικῆς καß Ἁγßας πνευματικῆς περιüδου ἄς κÜνωμε ἐκ βαθÝων:
«ΝÜ φτÜσωμε εἰς τüν ἐνυπüστατον φωτισμüν καß τÞν τελειωτÜτην διÜκρισιν... πορευüμενοι ἐν πνευματικῇ μεσημβρßᾳ, ἡλιακαῖς ἀκτῖσι ἀορÜτοις, φαιδρυνüμενοι» (Ἀδελφοß ΚÜλλιστος & ἸγνÜτιος Ξανθüπουλοι).
Ἀδελφοß μου, σᾶς εὔχομαι ΚαλÞ
ΤεσσαρακοστÞ καß καλÞ ἈνÜσταση.
|