« ΤΙ ΜΗΤΡΟΣ ΣΥΜΠΑΘΕΣΤΕΡΟΝ;»

 

 

(Γρηγüριος Θεολüγος)

Τοῦ ΣεβασμιωτÜτου Μητροπολßτου Πατρῶν

                                                                       κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Ἡ ἑορτÞ τῆς Ὑπαπαντῆς προσφÝρει λαμπρÝς εὐκαιρßες νÜ κÜνωμε γüνιμες σκÝψεις πÜνω σÝ πολλÜ θÝματα. Ἔτσι λοιπüν, καθþς πλησιÜζομε στÞν ἱερÜ Εἰκüνα ἡ ὁποßα  παρουσιÜζει τÞν σκηνÞ ποý ἡ Παναγßα μας προσφÝρει στüν Ναü τüν Ἰησοῦ, βρÝφος τεσσαρακονθÞμερο, ὁ νοῦς μας, ἡ καρδιÜ μας, ἡ ὕπαρξÞ μας ὁλüκληρη συγκλονßζεται μπροστÜ στü μεγαλεῖο τῆς μÜνας, ἀφ’ ἑνüς μÝν τῆς Θεοτüκου ἡ ὁποßα ἔφερε στüν κüσμο τÞν ΖωÞ, ἀφ’ ἑτÝρου δÝ τῆς κÜθε μÜνας ἡ ὁποßα κρατÜει στÜ χÝρια της τü παιδß της καß τü μεγαλþνει μÝ κüπους καß μüχθους πολλοýς.

ΕὐλογÞθηκε πολý ἡ γυναῖκα ἀπü τüν Θεü. ΔημιουργÞθηκε ἰσüτιμη μÝ τüν ἄνδρα καß τοποθετÞθηκε σÝ βÜθρο ὑψηλü, γιÜ νÜ τιμηθῇ ὡς σýζυγος, ὡς μητÝρα, ὡς μοναχÞ καß συνελüντ’ εἰπεῖν, ὡς παρÜγων καß μοχλüς ἀπαραßτητος τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ρüλος, ὁ ὁποῖος ἰδιαßτερα συγκινεῖ καß συγκλονßζει, εἶναι ὁ ρüλος της ὡς μÜνας.

Ἔχει εὔστοχα εἰπωθῇ γι’ αὐτü τü θÝμα: «Εἶσαι ἡ μÜνα, τῆς ζωῆς ὑφÜντρα, τεχνÞτρα,  φρουρüς».

            ΣτÜ σπλÜχνα τῆς μÜνας ὑφαßνεται ἡ ζωÞ, μÝ τÞν χÜρη καß τÞν εὐλογßα τοῦ Θεοῦ.  Ἐκεῖ συλλαμβÜνεται ὁ ἂνθρωπος, ἐκεῖ κυοφορεῖται τρεφüμενος ἀπü τü αἷμα της. Ἐκεῖ προσλαμβÜνει τßς πρῶτες παραστÜσεις, ἐκεῖ «ἀκοýει» τüν κüσμο, ὅπως μεταφÝρεται ὁ ἦχος του ἀπü τÞν ζωÞ ἐκεßνης, ποý κυοφορεῖ στÜ σπλÜχνα της μιÜ καινοýρια ζωÞ.

            Εἶναι ἐπιστημονικῶς ἀποδεδειγμÝνο, ὅτι οἱ ἐξωτερικÝς παραστÜσεις, ἡ ψυχολογßα, καß ἡ ἐν γÝνει πνευματικÞ κατÜσταση στÞν ὁποßα εὑρßσκεται ἡ μητÝρα, ἐπηρεÜζουν ἄμεσα τü ἔμβρυο. ΕὐλογημÝνοι τῆς κοιλßας καρποß ἐξῆλθαν ἐξ εὐσεβῶν καß ἁγßων μητÝρων, οἱ ὁποῖες ζοῦσαν μÝ προσευχÞ, ἐκκλησιασμü καß ΜυστηριακÞ ζωÞ. Ἔτσι δικαιολογεῖται κατÜ ἕνα τρüπο τü, «ἡγιασμÝνος ἐκ κοιλßας μητρüς», καß εὐκüλως γι’ αὐτÝς τßς γαστÝρες θÜ ἠδυνÜμεθα νÜ χρησιμοποιÞσωμε τÜ λüγια τῆς Ἁγßας Γραφῆς, παρ’ ὅτι ἐλÝχθησαν γιÜ τü μοναδικü πρüσωπο τῆς Παναγßας μας: «Μακαρßα ἡ κοιλßα ἡ βαστÜσασÜ σε καß μαστοß οὕς ἐθÞλασας» (Λουκ. κα’, 27).

            ΣτÞν αγκαλιÜ τῆς μÜνας τεχνουργεῖται ἡ ζωÞ. Ἃγια κρατÜει στÜ χÝρια της. Ἐνθυμοῦμαι ὅταν ὑπηρετοῦσα ὡς ἹεροκÞρυξ στÞν Ἀρκαδßα, μετÜ τÞν Θεßα Λειτουργßα σÝ κÜποιο χωριü, ἦλθε νÜ μÝ χαιρετÞσῃ μιÜ εὐσεβÞς μητÝρα, κρατῶντας τü παιδß της στÜ χÝρια της. Ἦταν-δÝν ἦταν ἐκεῖνο τριῶν ἐτῶν. Δεßχνοντας στüν μικρü τÞν εἰκüνα τῆς Παναγßας, τüν ρþτησα: «ΓιÜ πÝς μου, ποιÜ εἶναι ΑὐτÞ;». Καß τü μικρü παιδß, μÝ τÞν ψυχÞ τÞν καθÜρια, μοῦ ἀπÞντησε: «Ἡ μαμÜ μου καß ἐγþ». Συγκλονßστηκα στÞν κυριολεξßα. ΤÝτοια ἀπÜντηση ἀπü βρÝφος; Εἶναι δυνατüν; Ναß, εἶναι! ΣτÜ μÜτια τῆς Παναγßας ποý βλÝπει σπλαχνικÜ τÜ παιδιÜ της, τü βρÝφος εἶδε τÞν γλυκýτητα τῶν ματιῶν τῆς δικῆς του μÜνας. Στü φωτεινü πρüσωπο τῆς Θεοτüκου, εἶδε τü ἱλαρü πρüσωπο ἐκεßνης ποý τüν ἒφερε στüν κüσμο. ΤÜ ἄχραντα χÝρια τῆς Παναγßας, τÜ ταýτισε μÝ τÜ χÝρια τῆς δικῆς του μητÝρας, ποý προστατευτικÜ τüν ἀγκÜλιαζαν καß τοῦ προσÝφεραν τÞν θαλπωρÞ τῆς μητρικῆς ἀγÜπης καß στοργῆς. ἈλλÜ καß στοῦ Χριστοῦ τÞν θÝση εἶδε τüν ἑαυτü του. Μικρüς ὁ Κýριος, νηπιÜσας γιÜ τüν ἄνθρωπο, κρατημÝνος στÜ πανÜγια χÝρια τῆς Θεοτüκου, καλεῖ τüν ἄνθρωπο νÜ νηπιÜσῃ ὡς πρüς τÜ πÜθη, νÜ καθαρθῇ: «ἘÜν μÞ γÝνησθε ὡς τÜ παιδßα, οὐ μÞ εἰσÝλθητε εἰς τÞν βασιλεßαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιη’, 3). 

            ΠοτÝ μου δÝν λησμüνησα αὐτÞ τÞν σκηνÞ καß αὐτÞ τÞν συνομιλßα  μÝ τü ἄδολο ἐκεῖνο βρÝφος. ἘκÞρυξε στüν ἹεροκÞρυκα μÝ τü δικü του βαθý, ἀγγελικü, οὐρÜνιο τρüπο.

            ΣτÜ χÝρια τῆς Παναγßας ἑνþνεται ὁ οὐρανüς μÝ τÞν γῆ. Ἐκεῖ ἀσπÜζεται ὁ ἄνθρωπος τüν Θεü, καß γλυκοφιλεῖ ὁ Θεüς τüν ἄνθρωπο.

            ΣτÜ χÝρια κÜθε μÜνας λικνßζεται καß γαλουχεῖται ἡ κοινωνßα ὁλüκληρη. Ἡ μÜνα κρατÜει τßς τýχες τῆς κοινωνßας. ΑὐτÞ σφραγßζει μÝ τÞν δικÞ της ἰδιüτυπη καß πρωτüτυπη σφραγῖδα, τοῦ παιδιοῦ της τÞν ψυχÞ. ΑὐτÞ γρÜφει πÜνω στÞν ὁλüλευκη, χαριτωμÝνη, φωτεινÞ, ἄγραφη πλÜκα τοῦ ἐσωτερικοῦ κüσμου τοῦ παιδιοῦ της, γρÜμματα ἀγÜπης καß θεοδßδακτες, θεοστÜλακτες γραφÝς. ΑὐτÞ τυπþνει ἀγγÝλους...

   Ἔτσι θÝλομε τÞν μÜνα, καß αὐτü πιστεýομε ὅτι ἔκανε καß κÜνει ὑπακοýοντας στοῦ Θεοῦ τÜ κελεýσματα, στü μητρικü της ἔνστικτο γιÜ τü καλü τῶν παιδιῶν της, στÞν κραυγÞ τῆς κοινωνßας, ποý εἶναι κρεμασμÝνη στÜ δικÜ της μητρικÜ χÝρια.

Συγκινοýμεθα ὅταν βλÝπωμε τßς μανÜδες νÜ φÝρνουν στüν Ἱερü Ναü τÜ παιδιÜ τους, γιÜ νÜ «σαραντßσουν». Ποιüς δÝν αἰσθÜνεται ἐκεßνη τÞν ὥρα τü μεγαλεῖο τῆς δωρεᾶς καß τῆς χÜριτος τοῦ Θεοῦ; Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε -γßνεται - θÜ γßνεται πÜντα, ἕως τῆς συντελεßας τοῦ αἰῶνος συνδημιουργüς τοῦ Θεοῦ. Τü παιδß ἀφÞνεται στοῦ ἹερÝως τÜ χÝρια. «ἘκκλησιÜζεται ὁ δολος τοῦ Θεοῦ.... ἡ δοýλη τοῦ Θεοῦ.... εἰς τü ὄνομα τοῦ Πατρüς καß τοῦ Υἱοῦ καß τοῦ Ἁγßου Πνεýματος...». Κλαῖνε οἱ γονεῖς ἀπü χαρÜ. Συναντιοῦνται τῆς μÜνας τÜ μÜτια, μÝ τῆς Παναγßας μας τοýς γλυκυτÜτους ὀφθαλμοýς. Ποιüς ξÝρει πüσα θÜ ποῦν οἱ δυü τους, στÞν συνÝχεια! Πüσους καημοýς, πüσους στεναγμοýς καß πüνους θÜ πῇ ἡ μÜνα γονατιστÞ μπροστÜ στῆς Παναγιᾶς τÞν μορφÞ τÞν ἁγιασμÝνη! Ἔχουν τÞν δικÞ τους μυστικÞ γλῶσσα οἱ μανÜδες μας, μÝ τοῦ Θεοῦ τÞν πανακÞρατη ΜÜνα. Ὁ δßκαιος Συμεþν ὁ Θεοδüχος, εἶπε στÞν ΘεομÞτορα: «Καß Σοῦ δÝ αὐτῆς τÞν ψυχÞν διελεýσεται ρομφαßα...(Λουκ. β,35)». Πüσες φορÝς ρομφαßα διÝρχεται τῆς κÜθε μÜνας τÞν καρδιÜ!

ΚÜθε ἡμÝρα ἡ μÜνα μας ὀδυνᾶται, ἀγωνιζüμενη ὄχι μüνο γιÜ μᾶς, ἀλλÜ γιÜ τüν κüσμο ὅλο, ἀφοῦ τü παιδß της  εἶναι γι’ αὐτÞ ὁ κüσμος ὁλüκληρος.

Γι’ αὐτü εἴπαμε στÞν ἀρχÞ γιÜ τÞν κÜθε μÜνα, ὅτι εἶναι «τῆς ζωῆς ὑφÜντρα-τεχνÞτρα-φρουρüς».

ΣÞμερα, παρÜ ποτÝ, ἔχομε ἀνÜγκη ἀπü ΜΑΝΑΔΕΣ. Γυναῖκες ποý νÜ μυρßζουν Χριστü καß λιβÜνι. Προσωπικüτητες ὑπεýθυνες, ποý μÝσα ἀπü τüν οὐρÜνιο θεüσδοτο ρüλο τους, θÜ δþσουν νüημα στÞν ζωÞ τοῦ κüσμου, ἐλπßδα καß στÞριγμα στÞν κοινωνßα.

ΚÜθε φορÜ ποý βλÝπω τßς μητÝρες στÞν Ἐκκλησßα μÝ τÜ παιδιÜ τους, δοξολογῶ τüν Θεü καß μυστικÜ παρακαλῶ γι’ αὐτÝς καß τÜ βλαστÜρια τους. ΟὐρÜνια εἰκüνα, νÜ βλÝπῃς μπροστÜ στÞν Ὡραßα Πýλη νÜ προσÜγουν τÜ βρÝφη νÜ κοινωνÞσουν τοῦ Σþματος καß τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Σ’ αὐτÜ τÜ πρüσωπα τῶν γυναικῶν τÜ τüσο γλυκÜ, τÜ εὐεργετικÜ τοῦ κüσμου, βλÝπομε τßς μανÜδες, ποý στü παρελθüν ἀγωνßστηκαν μÝ φτþχεια, ἀνÝχεια, δυσκολßες νÜ χτßσουν σπιτικÜ καß οἰκογÝνειες ἁγιασμÝνες. Ἀναγνωρßζομε τüν ἀγῶνα τῶν μητÝρων ποý πýργωσαν στßς ψυχÝς τῶν παιδιῶν τους τÞν ἀλÞθεια γιÜ τüν Θεü καß τüν ἄνθρωπο, ποý ἔλεγαν πρῶτα ἀπ’ ὅλα στÜ παιδιÜ τους: «θÝλω νÜ γßνῃς ἄνθρωπος!...». Δῶστε ἐσεῖς  τÞν ἑρμηνεßα σ´ αὐτü τüν λüγο καß εἶμαι βÝβαιος ὅτι θÜ κατανοÞσετε τß εἶχαν οἱ μανÜδες αὐτÝς στüν νοῦ τους, λÝγοντας αὐτÞ τÞν φρÜση. 

   Σ´ αὐτÜ τÜ πρüσωπα βλÝπομε τßς μητÝρες, τßς γυναßκες ποý σþσανε καß θÜ σþσουν τÞν ἙλλÜδα, μÝσα ἀπü τüν ἀγῶνα τους τüν ἁγιασμÝνο.

            Ὑποκλινüμεθα μπροστÜ στßς ἡρωßδες αὐτÝς τῆς ζωῆς, στßς πονεμÝνες καß βασανισμÝνες γιÜ νÜ ἀναστÞσουν τüν κüσμο, καß ταπεινÜ φιλῶντας τους τü χÝρι τßς εὐχαριστοῦμε γιÜ τÞν προσφορÜ τους.

            Ἡ γιορτÞ τῆς Ὑπαπαντῆς εἶναι ἡ δικÞ τους ἡμÝρα. Τßς προβÜλλομε ὡς παραδεßγματα στßς σýγχρονες ἤ καß τßς μÝλλουσες μητÝρες, οἱ ὁποῖες ἔχουν τüν δικü τους δρüμο καß κÜνουν τüν δικü τους ἀγῶνα. ΘαυμÜζομε καß ἐπαινοῦμε τßς σημερινÝς μητÝρες καß τßς στηρßζομε μÝ τßς προσευχÝς μας καß τÞν ἀγÜπη μας τÞν ἐκδηλουμÝνη καθ’ οἱονδÞποτε τρüπο. Στßς σýγχονες μητÝρες, ἀλλÜ καß τßς μÝλλουσες, ἀπευθυνüμεθα μÝ στοργÞ, μÝ ἀγÜπη πατρικÞ καß τοýς λÝμε:

«ΜÞν πτοεῖσθε! ἈφÞσατε τÞν ζωÞ σας καß τÜ παιδιÜ σας στοῦ Θεοῦ τÜ χÝρια. ΜÞν κÜνετε τü λÜθος νÜ παρασυρθῆτε ἀπü τÜ σýγχρονα ἀπατηλÜ ρεýματα, ποý θÝλουν τÞν μÜνα ἐξωστρεφῆ, μακρυÜ ἀπü τüν ἄνδρα της, τü σπßτι της, τÜ παιδιÜ της. Ἅγια κρατᾶτε στÜ χÝρια σας. Θησαυρü στÞν ἀγκαλιÜ σας βαστÜζετε. Δῶρο Θεοῦ κατÝχετε. Δῶστε τüν ἑαυτü σας γιÜ νÜ τεχνουργÞσετε, ὅ,τι καλýτερο σᾶς ἔχει ἐμπιστευθῇ ὁ Θεüς. Τüν παρÜδεισο ἐπß τῆς γῆς. ΜÞν παρασýρεσθε ἀπü τßς σýγχρονες σειρῆνες, ποý θÝλουν μιÜ κοινωνßα διαλελυμÝνη, σÜπια, γεμÜτη στü τÝλος μÝ πüνο καß δÜκρυα. Ἡ ὀμορφιÜ τῆς ζωῆς βρßσκεται στüν ἀγῶνα...»

 ΜανÜδες εὐλογημÝνες, ἄν κÜποιες ἀπü σᾶς νοιþσατε πßκρα ἀπü τÜ παιδιÜ σας τÜ ἴδια, γιατß κÜπου παραπÜτησαν, λησμüνησαν... μÞ λυπῆσθε.  ΘÜ ἔλθῃ ἡ ὥρα ποý θÜ ἀπολαýσετε τÞν μεγÜλη στιγμÞ. ΜοναδικÞ... ΧÜρισμα δικü σας... Ἀπü τü παιδß σας... Κυρßως ὅμως ἀπü τüν Θεü.

Ἡ παρακÜτω ἱστορßα ἀπü τü βßο τῶν Νεομαρτýρων, πολý θÜ σᾶς ἐνισχýσῃ.

-Ξεκßνησε ὁ ἐξωμüτης Παναγιþτης Πανουτσüπουλος, ἀπü τÞν ΤριπολιτσÜ μÝ τÜ πüδια, ὅταν ἔμαθε ὅτι ἡ μÜνα του πÝθανε ἀπü τÞν στενοχþρια της γιÜ τÜ «κατορθþματÜ» του, καß πῆγε στü χωριü του, στü Σοπωτü (σημερινÞ Ἀροανßα) τῶν Καλαβρýτων, ὅπου γονατιστüς καß βρÝχοντας τü νιοσκαμμÝνο μνῆμα της μÝ δÜκρυα τῆς ἔλεγε: «Μανοýλα μου, συγχþρα με. Σοῦ ὑπüσχομαι ὅτι μÝ τü αἷμα μου θÜ ξεπλýνω τÞν μεγÜλη ντροπÞ». Προσπαθεῖστε, νÜ συλλÜβετε, μÝ τü μυαλü σας, τÞν συγκλονιστικÞ σκηνÞ.

Αὐτü τü παιδß γýρισε μετÜ ἀπü λßγα χρüνια, ὡς μοναχüς Παῦλος, στÞν Τρßπολη καß μαρτýρησε γιÜ τοῦ Χριστοῦ τÞν ἀγÜπη, τιμþμενος ἀπü τÞν Ἐκκλησßα πλÝον ὡς Ἅγιος καß ΝεομÜρτυς στßς 22 ΜαÀου κÜθε χρüνο. Πüσο χαßρεται τþρα ἡ φτωχÞ Ἀντþνα, ἡ μÜνα του, στüν Οὐρανü!

ΜÜνα... νÜ εἶσαι σßγουρη ὅτι κι ἄν ἔτσι ἔλθουν τÜ πρÜγματα, κÜποια στιγμÞ, ἔστω καß ἄν ἔχῃς  κλειστÜ τÜ μÜτια σου, ναß κÜποια στιγμÞ, πÜνω στü χῶμα ποý θÜ καλýπτῃ τü ἁγιασμÝνο ἀπü τοýς ἀγῶνες σκÞνωμÜ σου, ἄν δÝν προφτÜσῃς νÜ τü ἀκοýσῃς σ’ αὐτü τüν κüσμο, θÜ ἔρθῃ  παιδß γονατιστü, μÝ σεβασμü, μÝ δÜκρυα, μÝ ἀγÜπη... Κερß θ’ ἀνÜψῃ εὐγνωμοσýνης καß θÜ πῇ σÝ σÝνα ποý τü ἀνÜστησες: «Μανοýλα μου σ’ εὐχαριστῶ!»

Τß ἄλλο θÜ ἤθελες νÜ ἀκοýσῃς μÜνα γλυκειÜ, «τῆς ζωῆς ὑφÜντρα, τεχνÞτρα, φρουρÝ»;

ΣÝ σÝνα ἐλπßζομε. ΣÝ σÝνα προσβλÝπομε. Ἀπü τÜ χÝρια σου ἡ κοινωνßα κρÝμεται! ΜÞν ἀργεῖς... ΚÜνε τþρα ποý σ’ ἔχομε ἀνÜγκη τü θαῦμα σου... μÝ τÞν ἀγÜπη σου. Δῶσε αἷμα καß πνεῦμα.

                ΜÜνα σÝ εὐχαριστοῦμε καß μαζß μÝ τüν θεῖο τῆς Ἐκκλησßας διδÜσκαλο  Ἁγιο Γρηγüριο τüν Θεολüγο ἐπαναλαμβÜνομε μÝ δÝος: «Τß μητρüς συμπαθÝστερον καß ἀπü τÜ τρßσβαθα τῆς ψυχῆς μας ἀναφωνοῦμε: «ΟὐδÝν μητρüς θαυμασιþτερον».

 

 

Περιεχüμενα
ΕπιστροφÞ