ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ ΒΟΥΝΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

 

Τοῦ ΣεβασμιωτÜτου Μητροπολßτου Πατρῶν

                                                            κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

 

Ἔχει πολλÜκις εἰπωθεῖ ὅτι ἐψýγη ἡ ἀγÜπη τῶν πολλῶν. ΠÜγωσε δηλαδÞ ἡ ἀγÜπη. Ἡ πüλη μας ὅμως καθημερινῶς ἀποδεικνýει ὅτι αὐτü δÝν εἶναι ἀληθÝς, τοὐλÜχιστον γιÜ τÜ δικÜ μας, τÜ τοπικÜ δεδομÝνα.

Στü προσκλητÞριο τῆς ἀγÜπης, στÞν σÜλπιγγα αὐτÞ τοῦ Θεοῦ, συσπειρþνονται στÞν ΠÜτρα μικροß καß μεγÜλοι, ἑνþνονται οἱ καρδιÝς, πιÜνονται οἱ ἄνθρωποι χÝρι μÝ χÝρι καß ὑψþνουν τῆς ἀλληλεγγýης βουνÜ ὁλüκληρα, ἀπü τÜ ὁποῖα ἀντλοῦν βοÞθεια οἱ ἐμπερßστατοι συνÜνθρωποι μας.

ἈνÝκαθεν ἡ ΠÜτρα εἶχε αὐτÞ τÞν εὐαισθησßα. ΚατÜ τÜ χρüνια ὅμως ποý ἔχομε ἐμεῖς τÞν ποιμαντορßα τῆς Ἀποστολικῆς μας Μητροπüλεως, αὐτÞ τÞν ἀλÞθεια τÞν εἰσπρÜττομε, ὡς βßωμα χαρᾶς, συγκßνησης καß καθημερινῆς προσφορᾶς πρüς τüν ἴδιο τüν Κýριü μας.

Ἦλθαν, βλÝπετε, δýσκολα χρüνια. Κανεßς δÝν περßμενε αὐτÝς τßς ἐξελßξεις στÞν χþρα μας. Κρßμασιν οἷς οἶδεν ὁ Θεüς, ταλαιπωρßα συνÝχει τüν Λαü μας, χωρßς νÜ γνωρßζωμε, πüτε θÜ ἐξÝλθωμε ἀπü τÞν δýσκολη αýτÞ κατÜσταση.

ΤÞν παρελθοῦσα ΚυριακÞ μιÜ πρωτοβουλßα τῶν Ραδιοφωνικῶν Σταθμῶν καß ἄλλων Μ.Μ.Ε., ἡ ὁποßα τελοῦσε ὑπü τÞν αἰγßδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπüλεως Πατρῶν, τοῦ ΔÞμου ΠατρÝων καß τοῦ Ἐπιμελητηρßου ἈχαÀας, στÝφθηκε μÝ μεγÜλη ἐπιτυχßα. Ἦταν πρωτοβουλßα ἀγÜπης καß προσφορᾶς πρüς τüν συνÜνθρωπο. Πῶς εἶναι δυνατüν ὁ ἕνας νÜ γεýεται πολλῶν ἤ κÜποιων ἀγαθῶν καß ὁ ἕτερος νÜ πÝνεται, νÜ πεινᾷ, νÜ ζῇ μÝσα στÞν φτþχεια, χωρßς νÜ δýναται νÜ ἀντιμετωπßσῃ τßς βασικÝς ἀνÜγκες τῆς ζωῆς;

Ἦλθαν στü Γραφεῖο μας τÜ παιδιÜ ἀπü τÜ παραπÜνω Μ.Μ.Ε., ποý συνεργÜστηκαν γιÜ τÞν ἐπßτευξη τοῦ θεαρÝστου καß εὐλογημÝνου αὐτοῦ σκοποῦ. Μᾶς ἐξεμυστηρεýθησαν τÞν σκÝψη τους καß ζÞτησαν νÜ βοηθÞσουν μÝ τüν δικü τους τρüπο στÞν προσπÜθεια προσφρᾶς ἀγÜπης. Μᾶς παρακÜλεσαν νÜ βοηθÞσωμε μÝ τüν λüγο μας τüν γραπτü καß προφορικü, μÝ τü μÞνυμÜ μας μÝσα ἀπü τÜ Μ.Μ.Ε. τῆς τοπικῆς Ἐκκλησßας, ὥστε νÜ πραγματοποιÞσουν τÞν εὐγενῆ ἐπιθυμßα τους, χÜριν τῶν ἀδελφῶν μας τῶν ἐλαχßστων.

Ἀκοýσαμε μÝ συγκßνηση, ὅσα μᾶς εἶπαν καß υἱοθετÞσαμε τÞν ὡραßα πρüτασÞ τους, θÝτοντας ὑπü τÞν αἰγßδα μας τÞν προσπÜθεια τους.

ΣτÞν πανστρατειÜ τῆς ἀγÜπης συμμετεῖχαν χιλιÜδες συμπολßτες μας, φορεῖς, ἐπιχειρηματßες, μαθητÝς κλπ., προκειμÝνου νÜ εὕρουν ὠφÝλεια οἱ συνÜνθρωποß μας, στÞν πüλη μας καß στÞν εὐρýτερη περιοχÞ μας, ποý τüσες ἀνÜγκες ἀντιμετωπßζουν.

Τü ἀποτÝλεσμα συγκινητικü. ΜετÜ ἀπü τÞν γνωστοποßηση αὐτῆς τῆς προσπÜθειας, ἐπ’ Εκκλησßαις καß ἀπü τÜ Μ.Μ.Ε. τÜ ἘκκλησιαστικÜ (Λýχνος, Ραδιοφωνικüς Σταθμüς τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησßας, ἐκκλησιαστικÜ ἔντυπα), ἀλλÜ καß τÜ ἄλλα Μ.Μ.Ε., ὑψþθηκε, στÞν Πλατεßα Γεωργßου τῶν Πατρῶν, ἕνα ἀκüμα βουνü τῆς ἀγÜπης. Τü ὕψωσε ἡ εὐαισθησßα, ἡ φιλοθεÀα καß φιλανθρωπßα τοῦ ὡραßου καß πνευματικÜ καλλιεργημÝνου Λαοῦ μας. Μικροß καß μεγÜλοι ἔσπευσαν νÜ ἀφÞσουν τÜ δῶρα τῆς ἀγÜπης τους. Ἦτο συγκινητικÝς οἱ σκηνÝς μÝ τÜ μικρÜ παιδιÜ, τÜ ὁποῖα κρατþντας στÜ χÝρια τους ὅσα πρÜγματα μποροῦσαν, τÜ ἄφηναν μÝ πολλÞ χαρÜ στüν ὡρισμÝνο τüπο, ἔχοντας τÞν αἴσθηση ὅτι κÜνουν χρÝος τους πρüς τοýς ἀνθρþπους, ποý ἔχουν τüσες ἀνÜγκες.

«Ἔφερα κÜποια δωρÜκια γιÜ ἄλλα παιδÜκια, ποý δÝν ἔχουν κÜποια πρÜγματα ποý ἔχω ἐγþ καß θÝλω νÜ τÜ κÜνω νÜ χαροῦν», εἶπε κÜποιος μικρüς μας φßλος, μÝ παιδικÞ ἁπλüτητα καß ἁγνüτητα καρδιᾶς. Εὖγε στοýς γονεῖς οἱ ὁποῖοι δßνουν αὐτÞ τÞν ἀνατροφÞ καß αὐτü τü παρÜδειγμα στÜ παιδιÜ τους. Ὁ λüγος τοῦ Κυρßου εἶναι σαφÞς: «Ὅς δ’ ἄν ποιÞσῃ καß διδÜξῃ, οὗτος μÝγας κληθÞσεται ἐν τῇ Βασιλεßα τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε’, 19).

Συγκεντρþθηκαν 15 τüνοι τρüφιμα καß 10 τüνοι ροῦχα, παποýτσια κλπ. Οἱ δýσκολες ἐποχÝς, εἶναι πλÝον ἐμφανÝς, ὅτι μᾶς κÜνουν περισσüτερο «ἀνθρþπους», μᾶς εὐαισθητοποιοῦν, μᾶς βοηθοῦν νÜ κÜνωμε πνευματικÞ περισυλλογÞ. Μᾶς δßνουν τÞν εὐκαιρßα νÜ φιλοσοφÞσωμε περß τῆς ζωῆς καß νÜ διαπιστþσωμε, ὅτι ὅλα τÜ γÞúνα εἶναι φθαρτÜ καß ρÝοντα, ὅπως τü νερü στÞν κοßτη τοῦ ποταμοῦ. Ὅλα τÜ κοσμικÜ εἶναι μετÝωρα καß εὔκολα μᾶς ἐγκαταλεßπουν. Ἄν δÝν ὑπÜρχουν οἱ πνευματικÝς ἀντιστÜσεις καß ἡ ἔμπρακτος ἀγÜπη, εἶναι ἀδýνατο νÜ σταθοῦμε στÜ πüδια μας. Τþρα μᾶς δßδεται ἡ εὐκαιρßα νÜ διαπιστþσωμε, ἔτι περισσüτερο, ὅτι ἡ δυσκολßα τοῦ ἑνüς, ὁ πüνος τοῦ ἀδελφοῦ μας εἶναι καß δικÞ μας ὑπüθεση, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημÝνος ἀπü τüν Θεü, ὡς ὄν κοινωνικü.

Ἡ ἀπανθρωπßα ποý βασÜνισε καß ταλαιπωρεῖ πολλÜκις τÞν κοινωνßα μας, ἔγινε αἰτßα ἀπογοητεýσεως καß πüνου μεγÜλου, ἀφοῦ ὅταν ἀπομακρýνωνται οἱ καρδιÝς τῶν ἀνθρþπων, ἐπικρατεῖ ἡ μοναξιÜ καß ἡ κατÜθλιψη. Ἡ εὐτυχßα δÝν στηρßζεται ἐπß ὑλικῶν βÜσεων, ἀλλÜ ἐπß τῶν δεσμῶν τῆς σταυροτýπου ἀγÜπης, ἀγÜπης πρüς τüν Θεü καß ἀγÜπης πρüς τüν συνÜνθρωπο.

Τü σýνθημα μας εἶναι: «Οὐδεßς νÜ πεινÜῃ στÞν ΠÜτρα!».

Τü πρῶτο μÝλημÜ μας, βεβαßως, εἶναι ἡ Θεßα Λειτουργßα, ἡ διακονßα τῆς εὐχαριστιακῆς ΤραπÝζης, ἡ προσφορÜ τοῦ Σþματος καß τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, πρüς ἁγιασμüν καß σωτηρßα τῶν ἀνθρþπων.

Ὅμως οὐδÝποτε ἡ Ἐκκλησßα παρÝβλεψε καß τÞν προσφορÜ κοινωνικῆς φροντßδος πρüς τοýς ἐμπεριστÜτους ἀδελφοýς καß ὑπῆρξε πρωτοπüρος σÝ ἔργα κοινωνικῆς προνοßας καß εὐποιßας (βλ. ΒασιλειÜδα κ.λ.π.). Αὐτü συμβαßνει καß σÞμερα, στοýς δýσκολους καιροýς μας, ποý ἡ Ἐκκλησßα καθ’ ἡμÝραν κÜνει πρÜξη τÞν ἐντολÞ τοῦ Κυρßου μας, «Ἀγαπᾶτε ἀλλÞλους» (Ἰω. ιγ’, 34), ἀλλÜ καß εὐαγγελßζεται τοýς Κυριακοýς λüγους: «Ἐπεßνασα καß ἐδþκατÝ μοι φαγεῖν, ἐδßψησα καß ἐποτßσατÝ μοι, γυμνüς ἤμην καß περιεβÜλετÝ με...» (Ματθ. κε’, 35-36).

ΜÝ τü αἴσθημα τῆς εὐθýνης, ἔναντι τοῦ Κυρßου καß ἔναντι τῶν συνανθρþπων μας, συνεχßζομε νÜ γκρεμßζωμε τÜ τεßχη ποý χωρßζουν τοýς ἀνθρþπους, καß ἀγκαλιÜζομε τüν ἀδελφü μας, ἀδιακρßτως καταγωγῆς, γλþσσης, χρþματος, κοινωνικῶν πεποιθÞσεων κ.λ.π., προσφÝροντες τÜ μῦρα τῆς ψυχῆς μας, ὥστε καß οἱ καρδιÝς νÜ εὐωδιÜσουν καß ὁ κüσμος μας νÜ ἀπολαýσῃ τü ἄρωμα τῆς ἀγÜπης.

ΘÝλω πατρικÜ νÜ ἐπαινÝσω ὅλους τοýς Πατρινοýς γιÜ τÞν εὐκαßρως, ἀκαßρως ἐκδηλουμÝνη ἀγÜπη τους πρüς τüν ἄνθρωπο, ναß πρüς κÜθε ἄνθρωπο, καß αὐτü τü τονßζομε ἰδιαιτÝρως. Ὅ,τι ζητÞσαμε γιÜ νÜ τü προσφÝρωμε ὄχι σÝ ἀνθρþπους, ἀλλÜ στüν ἴδιο τüν Θεü, ἀφοῦ ὁ «ἐλεῶν πτωχüν, ἐλεεῖ τüν Θεüν», πλουσιοπαρüχως ὁ Λαüς τü προσφÝρει. Μüνο ἔτσι θÜ προχωρÞσωμε. ἙνωμÝνοι στÞν χαρÜ καß στüν πüνο. Μαζß στßς δυσκολßες, μαζß στßς δοκιμασßες. Ἡ ἀγÜπη εἶναι δýναμη μεγÜλη καß γι’ αὐτü ἐφευρετικÞ.

Συνεχßστε, ἀδελφοß μου, μÝ τüν ἴδιο καß μεγαλýτερο ζῆλο τÞν προσφορÜ τῆς ἀγÜπης. Ἡ δýσκολη ἐποχÞ θÜ περÜσῃ. «Νεφýδριον ἐστß καß θᾶττον παρελεýσεται...».

Ἀδελφοß μου, δÝν πρÝπει ποτÝ νÜ λησμονοῦμε τü «πλοýσιοι ἐπτþχευσαν καß ἐπεßνασαν, οἱ δÝ ἐκζητοῦντες τüν Κýριον, οὐκ ἐλαττωθÞσονται παντüς ἀγαθοῦ». Πλοýσιοι δÝν εἶναι ὅσοι ἔχουν πολλÜ ὑλικÜ ἀγαθÜ, ἀλλÜ ὅσοι ἔχουν στÞν καρδιÜ τους τüν Ἰησοῦ Χριστü, τüν Ἀληθινü Θεü, ὁ ὁποῖος ἐπτþχευσεν ἑκουσßως γιÜ τÞν δικÞ μας σωτηρßα. Πτωχοß δÝν εἶναι ὅσοι στεροῦνται κοσμικῶν καß ὑλικῶν πραγμÜτων, ἀλλÜ ὅσοι στεροῦνται τῆς παρουσßας τοῦ Θεοῦ στÞν ζωÞ τους.

Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἑκκλησßας μας ἦταν «οἱ πλουσιþτεροι» ἄνθρωποι τοῦ κüσμου. Ὁ Ἀπüστολος Παῦλος ἀναφÝρει: «ὡς πτωχοß, πολλοýς δÝ πλουτßζοντες, ὡς μηδÝν ἔχοντες καß τÜ πÜντα κατÝχοντες» (Β´ Κορ. στ´, 10).

ΣÝ σᾶς, λοιπüν, ποý εἶστε οἱ πλουσιþτεροι ἄνθρωποι τοῦ κüσμου, σÝ σᾶς τοýς φιλοθÝους καß φιλανθρþπους Πατρινοýς, τü ΠλÞρωμα τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησßας, εὔχομαι καß προσεýχομαι ὁ Κýριος νÜ ἐπιδαψιλεýῃ πλοýσια τÜ ἀγαθÜ Του καß τÜ ἐλÝη Του.

Δικαßως καυχþμεθα ἐν Κυρßῳ γιÜ ὅλους σας. ἸδιαιτÝρως, ἐν προκειμÝνῳ, ἐπαινοῦμε καß εὐχαριστοῦμε τοýς Ραδιοφωνικοýς Σταθμοýς καß τßς ἐφημερßδες, ποý διοργÜνωσαν τÞν προσπÜθεια αὐτÞ, ὡς καß τοýς ΔημοσιογρÜφους οἱ ὁποῖοι ἐργÜστηκαν μÝ ζῆλο ψυχῆς γιÜ τÞν συγκÝντρωση τῆς ἀνθρωπιστικῆς βοÞθειας.

Ὁ ΜÝγας Βασßλειος γιÜ ὅσους ἀπü τÞν ψυχÞ τους, μÝ ὅλη τους τÞν προθυμßα, προσφÝρουν βοÞθεια στοýς ἐν ἀνÜγκαις καß περιστÜσεσι ὄντας ἀδελφοýς, ἀναφÝρει χαρακτηριστικÜ:

«Ὁ γÜρ οὐρÜνιος Βασιλεýς οὐκ ἐπαναγκÜζει, οὐδÝ ἀπαιτεῖ τελÝσματα, ἀλλÜ δÝχεται τοýς προθυμουμÝνους, ἵνα δßδοντες λÜβωσι, καß τιμÞσαντες τιμηθῶσι, καß κοινωνÞσαντες τῶν προσκαßρων, εἰς κοινωνßαν τῶν αἰωνßων κληθῶσι» (PG 31.1713).

 

Περιεχüμενα
ΕπιστροφÞ