ΛΑΪΚΕΣ ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΤΗΣ
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ

Του Ξενοφώντα Παπαευθυμίου
Μουσειολόγου - Συντηρητή Έργων Τέχνης

 
Αντίγραφο σχέδιο με μολύβι.
Πιθανόν έργο Χριστόδουλου
Παπακώστα - Μαρινάκη.
Διαστ.: 29,5x25,5
Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής
Λαϊκής Τέχνης
 

Ένας σημαντικός κλάδος της θρησκευτικής ζωγραφικής είναι και ο λαϊκός, ο οποίος άργησε να αναγνωρισθεί και να γίνει αποδεκτός από τη νεοελληνική πραγματικότητα αφού για χρόνια υπήρχε και λειτουργούσε έξω από λόγιες συμβάσεις και χωρίς ουσιαστική καταγραφή της, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται ανεπαρκώς και άνισα από τους διανοούμενους και μελετητές, οι οποίοι κυρίως τις πρώτες δεκαετίες μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, στράφηκαν προς τη δυτικότερη πιετιστική τέχνη.

Όταν όμως σήμερα μιλάμε για "λαϊκή" τέχνη την οριοθετούμε και τη θέτουμε απέναντι σε κάποια άλλη δραστηριότητα που δεν είναι λαϊκή και στην προκειμένη περίπτωση είναι η "λόγια" τέχνη.

Σαν λόγια τέχνη θεωρούμε αυτή που ασκείται βάσει κάποιων αισθητικών και τεχνικών κανόνων και αρχών, από καλλιτέχνες που έχουν μελετήσει και σπουδάσει το αντικείμενό τους, σε αντίθεση με τους λαϊκούς που πρoσεγγίζουν την τέχνη εμπειροτεχνικά, χωρίς την απαραίτητη τήρηση αυτών των κανόνων, μιμούμενα και ακολουθώντας κάποια πρότυπα και συχνά αυτοσχεδιάζοντας προκειμένου να εκφράσουν εντελώς προσωπικές απόψεις.

Υπό αυτή την έννοια η λαϊκή ζωγραφική μπορεί να έχει και κοσμικό και εκκλησιαστικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με τον όρο "Laico" που στην δύση υποδηλώνει τον κοσμικό (τον μη εκκλησιαστικό) έχοντας όμως σαν αντίστοιχο όρο το "Popolare" που αντιστοιχεί λαϊκός - λαϊκή τέχνη.

 
  Ζήκου Μιζαήλ.
"Νεομάρτυς Γεώργιος" (1838)
Φορητη εικόνα στο σπίτι του
αγίου στα Γιάννενα.

Μόνο που η λαϊκή ζωγραφική της περιοχής μας έχει μεγάλες διαφορές από αυτήν της δύσης, αφού στηρίζεται στην εκκλησιαστική ζωγραφική παράδοση που αποτέλεσε την κύρια καλλιτεχνική έκφραση για πολλούς αιώνες και η οποία έχει βαθιές ρίζες που φτάνουν μέχρι τα πορτραίτα Φαγιούμ και την τέχνη του Απελλή.

Ο λόγιος χαρακτήρας της βυζαντινής ζωγραφικής είναι κυρίαρχος και μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, οπότε έχουμε την ανάπτυξη του μεγάλου μεταβυζαντινού κέντρου της Κρήτης, με την περίφημη Κρητική Σχολή, η οποία συνέχισε την ζωγραφική παράδοση, φέροντάς την όμως και σε επαφή με την Ιταλική τέχνη της Αναγέννησης, μέχρι την οριστική πτώση του νησιού στους Τούρκους στα 1669.

Αυτές οι ιστορικές συγκυρίες έχουν σαν συνέπεια την αδυναμία ύπαρξης ενός σημαντικού κέντρου με εργαστήρια και καλλιτέχνες, έτσι η καλλιτεχνική παράδοση συνεχίστηκε από μη λόγιους τεχνίτες, οι οποίοι αναπαρήγαγαν με ελεύθερο τρόπο τα διάφορα εικονογραφικά πρότυπα, μεταβάλλοντάς τα και δημιουργώντας και νέα δικά τους, που ανταποκρίνονταν στις ανάγκες και τις συνθήκες της εποχής. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με αυτόν τον τρόπο παρήκμασε και τελικά έσβησε η ελληνορθόδοξη ζωγραφική παράδοση, κάτι το οποίο όμως είναι αναληθές αφού η λαϊκή ζωγραφική των τελευταίων αιώνων (17ος μέχρι 19ος) βασίστηκε και εξέφρασε μια μακροχρόνια παράδοση, συνεχίζοντάς την μάλιστα και στα δύσκολα χρόνια της δουλείας.

Μόνο σε περιοχές όπως τα επτάνησα η ανατολική ζωγραφική παράδοση έδωσε τη θέση της στη δυτική ιταλική ζωγραφική, ενώ στη υπόλοιπη χώρα οι λαϊκές τάξεις - κάτοικοι χωριών και περιφερειακών συνοικιών των πόλεων - ήσαν οι ορείς του εθνικού μας πολιτισμού, αυτόν που εμείς σήμερα ονομάζουμε λαϊκό.

 
Ο Νικόλαος Παπακώστας - Μαρινάς
μπροστά σε εσταυρωμένο του.
 

Η λαϊκή ζωγραφική έδωσε σπουδαία έργα και σε κοσμικό επίπεδο, όπως στη διακόσμηση κτιρίων, οικιών και αντικειμένων καθημερινής χρήσης, παραμένοντας ζωντανή και γόνιμη μέχρι και τις αρχές του αιώνα μας.

Το κύριο χαρακτηριστικό της λαϊκής ζωγραφικής, εκκλησιαστικής και λαϊκής, είναι ότι παρουσιάζει μια εκπληκτική πολυμορφία με στοιχεία και χαρακτηριστικά που μεταβάλλονται από περιοχή σε περιοχή και από καλλιτέχνη σε καλλιτέχνη, κάτι που θα πρέπει να αποδώσουμε στη μη ύπαρξη ενός μεγάλου κέντρου, μιας "σχολής" που θα έθετε όρια και κανόνες. Βέβαια παρατηρούμε κάποιες ομαδοποιήσεις κυρίως σε ανεπτυγμένα οικιστικά κέντρα, όπως τα Ζαγοροχώρια, όπου έχουμε τους Χιοναδίτες ζωγράφους που για πολλά χρόνια, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, εστόλιζαν με τα έργα τους, φορητά και τοιχογραφίες, εκκλησίες, σπίτια απλά και αρχοντικά, στην Ήπειρο, την Μακεδονία ακόμα και στην Θεσσαλία (Αμπελάκια, κ.λπ.), ξεπερνώντας την ανωνυμία του απλού λαϊκού τεχνίτη και δίνοντας έργα επώνυμα με έντονη την προσωπική σφραγίδα.

Γνωστότεροι ήταν οι Μαρινάδες, με έργα διασκορπισμένα σε πολλά μέρη, οι Παγώνιδες, ο Μόσκος, ο Ζωγράφος και πολλοί άλλοι Χιοναδίτες, Καπεσοβίτες και Σαμαρινιώτες. Η καταγραφή και η ταξινόμηση όλων των εκφάνσεων της λαϊκής θρησκευτικής ζωγραφικής, είναι έργο σύνθετο και δύσκολο, αφού απαιτεί την μελέτη μιας ολόκληρης χρονικής περιόδου, που δύσκολο είναι να προσδιοριστούν τα ακριβή της όρια, ενώ οι μορφές και τα εκφραστικά ιδιώματα είναι ατέλειωτα, τόσα όσοι και οι λαϊκοί δημιουργοί.

Πνευματικοί άνθρωποι όπως ο Κίτσος Μακρής, ο Γιώργος Πετρής και άλλοι μας δείχνουν με τις μελέτες και τα βιβλία τους το δρόμο και μας καλούν να αγκαλιάσουμε και να διαπιστώσουμε έναν μοναδικό σε πλούτο και αξία κλάδο της εθνικής και θρησκευτικής μας παράδοσης.



Περιεχόμενα
Επιστροφή