Του Ξενοφώντα
Παπαευθυμίου
μουσειολόγου - συντηρητή έργων τέχνης
Πολλοί είναι αυτοί που αναρωτιούνται για το αν η Βυζαντινή μας καλλιτεχνική παράδοση έχει συνέχεια και λόγο ύπαρξης στην νεοελληνική πραγματικότητα και αν ναι ποιά μορφή και θέση μπορεί να κατέχει προκειμένου να παραμείνει ζωντανή. Το ερώτημα δεν είναι σημερινό αλλά υπάρχει ήδη από την εποχή κατά την οποία η δυτικοευρωπαϊκή τέχνη άρχισε να εμφανίζεται και να επιδρά στους καλλιτέχνες του ελληνικού χώρου, αρχικά των επτανήσιων στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα, όπως ο Παναγιώτης Δοξαράς, ο γιός του Νικόλαος Δοξαράς και στην συνέχεια ο Νικόλαος Κουτούζης, ο Νικόλαος Καντούνης και πολλοί άλλοι. Την εξάπλωση όμως της δυτικοποίησης της τέχνης και μάλιστα της εκκλησιαστικής, στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο την έχουμε από τα πρώτα μεταεπαναστατικά χρόνια, οπότε και τα ευρωπαϊκά πρότυπα έρχονται, μέσω των Ελλήνων λογίων διαφωτιστών της διασποράς, αλλά και των αλλοδαπών καλλιτεχνών, να παραγκωνίσουν τις παλιές αξίες, οι οποίες στους λόγιους και τους νεοαστούς νεόπλουτους, θύμιζαν τα δύσκολα και μίζερα χρόνια της τουρκοκρατίας. Σε όλα αυτά συνέβαλε και η προσπάθεια αναγέννησης του έθνους μέσα από την αναζήτηση του αρχαιοελληνικού πνεύματος, παρακάμπτοντας τον βυζαντινό πολιτισμό, ο οποίος ζούσε όχι μόνον μέσα από τα έργα του μεσαίωνα, αλλά και μέσα από την μεταβυζαντινή τέχνη και τον λαϊκό πολιτισμό, ο οποίος ήταν συνέχεια και παρακλάδι της. Βοήθησαν βέβαια προς αυτή την κατεύθυνση και οι ευρωπαίοι λόγιοι και καλλιτέχνες που συνόδεψαν στην αρχή τον Όθωνα και κατόπιν τον Γεώργιο Α', οι οποίοι εισήγαγαν στη χώρα μας την ευρωπαϊκή μουσική και ζωγραφική, αλλά και το ηθικιστικό κήρυγμα σε μια ρηχή πνευματικότητα. Έχουμε λοιπόν την υιοθέτηση ακόμη και από την Εκκλησία της Ελλάδος, της θρησκευτικής ζωγραφικής την Γερμανών Ναζαρινών της Σχολής του Μονάχου, με επικεφαλής τον Βαυαρό Λουδοβίκο Θείρσιο και συνεχιστές πολλούς Έλληνες καλλιτέχνες, όπως ο Βυζάντιος, ο Φανέλλης, ο Χατζηγιαννόπουλος και πολλοί άλλοι. Για της εδραίωση αυτού του καλλιτεχνικού ρεύματος κύριος υπεύθυνος είναι ο αρχαιολόγος Γ. Λαμπάκης, ιδρυτής της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας και δημιουργός του Βυζαντινού Μουσείου, ο οποίος αντιμετώπισε τα έργα της βυζαντινής τέχνης σαν μουσειακά αντικείμενα προς φύλαξη και θαυμασμό, απογυμνωμένα της λειτουργικής του αξίας. Έχουμε έτσι μια τάση εκκοσμίκευσης της ορθόδοξης εκκλησιαστικής τέχνης και την αντικατάστασή της με την τέχνη των Ναζαρινών, η οποία εμφανίζεται σαν δήθεν βελτιωμένη βυζαντινή ζωγραφική, σαν ανανέωση της βυζαντινής παράδοσης. Όλα αυτά στα τέλη του 19ου αιώνα τα στηλίτευσε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο οποίος πρώτος διέβλεψε την αλλοίωση της εκκλησιαστικής παράδοσης και την αποξένωση από τον μεταφυσικό χαρακτήρα της και κατ' επέκταση τον κίνδυνο της εγκατάλειψης των βυζαντινών μνημείων, χάριν της δημιουργίας νέων με νεοκλασικές και δυτικές επιρροές, και την απογύμνωσή τους από τα αντικείμενα τα οποία μεταφέρονται στα μουσεία για να μεταβληθούν από αντικείμενα λατρείας σε αντικείμενα θαυμασμού. Οι απόψεις και οι προβληματισμοί του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη παρουσιάζονται στο βιβλίο "Πελιδνός ο παράφρων τύραννος" Αρχαιολογικά στον Παπαδιαμάντη, του Δημ. Δ. Τριανταφυλλόπουλου όπου θίγονται τα θέματα αυτά και από τον ίδιο τον συγγραφέα. Χωρίς να αρνούμαστε την καλλιτεχνική αξία που μπορούν να έχουν τα έργα αυτά για την εποχή μας, οφείλουμε να καταδείξουμε την μεγάλη διαφορά τους με την βυζαντινή τέχνη, παρατηρώντας ότι τα διαπνέει μια ρηχή ανορθόδοξη θεολογία, αφού με τον διακοσμητικό φυσιοκρατικό τους χαρακτήρα στοχεύουν στην ανάδειξη του αισθητού και όχι του υπεραισθητού. Πολλοί όμως θα αναρωτηθούν, για το αν η βυζαντινή τέχνη την περίοδο αυτή της εισβολής των δυτικών προτύπων, ήταν κάτι το ζωντανό στις συνειδήσεις και την καθημερινή ζωή των Ελλήνων ή είχε παρακμάσει με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία η αντικατάστασή της από κάτι νεώτερο. Η βυζαντινή τέχνη αποτέλεσε την φυσική συνέχεια της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και συνέχισε να υπάρχει, με όλες τις φυσικές και αναγκαίες μετεξελίξεις της και κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, φτάνοντας μέχρι και τα χρόνια του 18ου και 19ου αιώνα, οπότε έχουμε τις λαϊκότερες εκφάνσεις της. Όλους αυτούς τους αιώνες δεν έχασε τον ανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα αποτελώντας πάντα ένα λειτουργικό κομμάτι της ζωής του Έλληνα πιστού, χωρίς ποτέ να ξεπέσει σε στείρο διακοσμητικό ρόλο, ακόμη και στην λαϊκή της μορφή. Αυτήν την παράδοση την διακρίνουμε αργότερα και στα έργα του λαϊκού μας ζωγράφου του Θεόφιλου, τρανταχτό παράδειγμα της υποσυνείδητης συνέχισης της παράδοσης, ενώ ο Φώτης Κόντογλου θα την ανασύρει από την αφάνεια και θα την "αποκαταστήσει" στην νεοελληνική συνείδηση, δίνοντας με τον προσωπικό χαρακτήρα του έργου του το μήνυμα ότι η βυζαντινή ζωγραφική παράδοση υπάρχει και λειτουργεί μέσα από την διαρκή ανανέωσή της επηρεάζοντας ακόμη και την ελληνική κοσμική ζωγραφική όπως φαίνεται στο έργο του Παρθένη, του Παπαλουκά, του Εγγονόπουλου και πολλών άλλων. |
Επιστροφή |