ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ

Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος διεξέρχεται με πνεύμα νηφαλιότητος αλλά και με αίσθημα ευθύνης το θέμα το οποίο έχει ανακύψει από την Κυβερνητική εξαγγελία περί απαλείψεως του Θρησκεύματος από τα Δελτία Αστυνομικής Ταυτότητος των Ελλήνων Πολιτών και τις ήδη διαμορφωθείσες εξελίξεις, τόσο από την αδικαιολόγητη εμμονή στην θέση αυτή, όσο και από την καθολική αντίδραση του πιστού Ελληνικού Λαού, o οποίος είδε την υλοποίηση ενός σχεδιασμού που πλήττει καίρια τις Ελληνορθόδοξες Παραδόσεις του.

1. Με πολλή θλίψη διεπίστωσε, ότι καταβάλλεται προσπάθεια να αποδοθεί στην Εκκλησία διάθεση πολιτικολογίας, με προοπτική να αποκτήσει τάχα ζωτικό ρόλο και χώρο στην σύγχρονη πολιτική κατάσταση. Η Εκκλησία με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο διαβεβαιώνει, ότι είναι και θα παραμείνει ξένη προς κάθε κοσμική εξουσία, όπως επιβάλλει η μακραίωνη Παράδοσή της. Ούτε θέλγεται από αυτή, ούτε καν διανοείται να την υποκαταστήσει με οποιαδήποτε μορφή. Ούτε ποτέ ήταν, ούτε είναι, ούτε σκοπεύει να γίνει πολιτική δύναμη. Όλα αυτά είναι παντελώς ασυμβίβαστα προς την φύση, τον ρόλο και τον προορισμό Της.

Οι ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας είναι απολύτως διακριτοί και αμοιβαίως σεβαστοί. Ουδείς αμφισβητεί το αποκλειστικό δικαίωμα της διακυβερνήσεως της χώρας από την νόμιμη Κυβέρνησή της. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να οδηγεί στην προκλητική παραθεώρηση και αγνόηση της Εκκλησίας στην λήψη Κυβερνητικών αποφάσεων για θέματα, πως η αναγραφή του Θρησκεύματος στις Αστυνομικές Ταυτότητες, για τα οποία σαφέστατα έχει λόγο η Εκκλησία, αφού από την κατάργηση των ισχυόντων θιγόμενοι είναι οι Ορθόδοξοι Έλληνες, τα πιστά δηλαδή τέκνα της, που αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού Λαού.

2. Η απόφαση για την απάλειψη του Θρησκεύματος από τα Δελτία Αστυνομικής Ταυτότητος που έγινε μετά από πρόταση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων στερείται νομιμότητος εφ' όσον έρχεται σε αντίθεση α) με το Νόμο 1988/1991 περί της υποχρεωτικής αναγραφής του Θρησκεύματος ως στοιχείου των Ταυτοτήτων των Ελλήνων Πολιτών, β) με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία στο άρθρο 9 δεν επιτρέπει την θέσπιση περιορισμών στην ελευθερία εκδηλώσεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων κάθε προσώπου, όπως και γ) με το Σύνταγμα της Ελλάδος, το οποίο στο άρθρο 13 χαρακτηρίζει απαραβίαστη την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως. Από κανένα δε σημείο του Νόμου 2472/1997 δεν προκύπτει η υποχρέωση της απαλείψεως του Θρησκεύματος από τα Δελτία Ταυτότητος. Αντιθέτως ο Νόμος αυτός προβλέπει δυνατότητα αναγραφής του θρησκεύματος, όταν σε τούτο συναινεί ο ενδιαφερόμενος. Το ίδιο συνάγεται και από τις κατά καιρούς (1993 και 2000) διατυπωθείσες θέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με αφορμή σχετικές ερωτήσεις Ελλήνων Ευρωβουλευτών. Εκ του λόγου τούτου η Ιερά Σύνοδος πρότεινε την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις Ταυτότητες.

3. Ως προς την εξαπολυθείσα κατηγορία ότι η Εκκλησία καλλιεργεί στη σύγχρονη Ελλάδα πνεύμα "Ευρωσκεπτικισμού", η Ιερά Σύνοδος δηλώνει ότι η Εκκλησία έχει εξ αρχής ταχθεί υπέρ του Ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Χώρας μας, χωρίς τούτο να σημαίνει απεμπόληση της εθνικής και θρησκευτικής ιδιοπροσωπίας μας. Είναι δε αχαρακτήριστη επιπολαιότητα να υποστηρίζεται με σοβαροφάνεια η άποψη, ότι η Εκκλησία είναι αντιδραστικός, ανασχετικός και σκοταδιστικός οργανισμός.

Η Εκκλησία είναι θεσμός προόδου και ενότητος του Λαού μας. Απευθύνεται προς "πάντα τα έθνη". Διακρίνεται από μια "ασύνορη πολυσυλλεκτικότητα" και εκφράζει στην καθημερινή πρακτική το πνεύμα της εναντίον της βίας, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, ενώ παράλληλα καλλιεργεί και την εθνική αυτοσυνειδησία.

4. Γι' αυτό αισθάνεται έκπληξη και θλίψη από τις δηλώσεις προσώπων που η θεσμική τους ιδιότητα τούς έχει τάξει σε ρόλο διαμεσολαβητικό και που έχουν ευεργετηθεί πολυτρόπως από την Εκκλησία. Οι ανιστόρητες εναντίον της Εκκλησίας αιτιάσεις τους, οι οποίες διακρίνονται από σκόπιμη παραποίηση της τεράστιας για το Έθνος προσφοράς της Εκκλησίας, έλλειψη σεβασμού στο μοναδικό ιδεώδες της Πίστεώς μας και στην ποιμαντική προσφορά του Ιερού Κλήρου, υπήρξαν πρόξενος δυσαρέσκειας του πιστού Λαού, ο οποίος θέλει να προσβλέπει σε αυτούς με εμπιστοσύνη. Αυτός ο Λαός, με την μεγάλη παρουσία του στις δύο ειρηνικές Λαοσυνάξεις, εξέφρασε την αντίθεσή του σε αποφάσεις που ελήφθησαν εν αγνοία του και χωρίς την θέλησή του. Γι' αυτή άλλωστε την παρουσία του Λαού μας, με την καθοδήγηση των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών μας και των ευλαβών Ιερέων μας, η Ιερά Σύνοδος εκφράζει τις ευχαριστίες της και διαβεβαιώνει, ότι δεν θα διαψεύσει τις προσδοκίες τους.

5. Η Ιερά Σύνοδος, με αμετακίνητη προσήλωση προς την φιλειρηνική διαδικασία του διαλόγου, επαναλαμβάνει και σήμερα, για άλλη μία φορά, την πρότασή της για άμεσο παραμερισμό κάθε αγκύλωσης και άμεση έναρξη διαλόγου μεταξύ της Εκκλησίας και της Κυβερνήσεως, αποκλειστικά για το θέμα των ταυτοτήτων. Και ευελπιστεί, ότι η έντιμη Ελληνική Κυβέρνηση και προσωπικά ο κ. Πρωθυπουργός, και μπορούν και τελικά θα θελήσουν να κατανοήσουν την προσήλωση της Εκκλησίας στις θέσεις που διακήρυξαν μεν τα θεσμικά όργανα της σε απόλυτη συμφωνία με το Σύνταγμα, την ισχύουσα Νομοθεσία και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, επικύρωσε δε η συνείδηση και οι ευαισθησίες του πιστού Λαού μας, όσον αφορά στο θέμα των ταυτοτήτων.

Ιδιαιτέρως η Ιερά Σύνοδος επισημειώνει ότι την παρούσα κρίση έχει προκαλέσει αποκλειστικά το θέμα απαλείψεως του Θρησκεύματος από τις Ταυτότητες και μόνο αυτό.

6. Η απόφαση αυτή της Ιεράς Συνόδου είναι επιπλέον απόδειξη της αγάπης, της συγχωρητικότητας και της επιείκειας που είναι στοιχεία της όλης συμπεριφοράς της έναντι κάθε ανθρώπου. Αναμένει δε την ανταπόκριση της Κυβερνήσεως στην αίτηση αυτή και ελπίζει ότι τούτο θα εκτονώσει την οξύτητα και θα αποτρέψει την συντήρηση του θέματος, που χαροποιεί μόνο τούς εχθρούς της Εκκλησίας και του Έθνους.

7. Η Εκκλησία παραμένει αμετακίνητη στο αίτημά της για διάλογο με την Κυβέρνηση. Ήταν, είναι και θα είναι πάντα ανοιχτή στην διαδικασία που παράγει συναίνεση, τιμά την λαϊκή κυριαρχία και προάγει την εθνική ομοψυχία. Δεν δίστασε μάλιστα να κάνει πρώτη και χωρίς να το διατυμπανίσει το πρώτο βήμα υπαναχωρώντας από την αρχική της θέση περί υποχρεωτικής αναγραφής του Θρησκεύματος. Η Εκκλησία πιστεύει σ' αυτόν τον διάλογο και ελπίζει στη γόνιμη επικοινωνία, βασιζόμενη στο ότι οι κύριες θέσεις της αποτελούσαν κατά το πρόσφατο παρελθόν την επίσημη πολιτική γραμμή στο όλο θέμα του σήμερα κυβερνώντος Κόμματος.

8. Η Κυβέρνηση προσπαθεί επικοινωνιακά να περάσει το μήνυμα, ότι η Εκκλησία αρνείται τον διάλογο με το επιχείρημα ότι τον αποδέχεται αποκλειστικά για το θέμα των ταυτοτήτων. Απόδειξη όμως ότι η Κυβέρνηση ουσιαστικά αρνείται μέχρι και σήμερα τον διάλογο, είναι ότι ενώ αυτή δεν τον δέχεται για το υφιστάμενο θέμα των ταυτοτήτων, τον υπόσχεται μόνον για θέματα που, κατά πρόσφατη διαβεβαίωση εκπροσώπων της, δεν είχε και ούτε έχει την πρόθεση να φέρει στην επιφάνεια. Η Εκκλησία δυσκολεύεται να αντιληφθεί την Κυβερνητική λογική σύμφωνα με την οποία ο διάλογος δεν χρειάζεται για θέματα υπαρκτά αλλά μόνον για θέματα υποθετικά.

9. Η Εκκλησία έδειξε ήδη την διάθεσή της για την ειρηνική αντιμετώπιση του ζητήματος με διάλογο. Με αυτό τον τρόπο, έπραξε στο ακέραιο το χρέος της. Δυστυχώς και προς απογοήτευση του Ελληνικού Λαού, η Κυβέρνηση δεν έστερξε να ανταποκριθεί στην πρόσκληση της Εκκλησίας. Έτσι αποδείχθηκε, ότι η εξαγγελία, η αναφερόμενη στην απάλειψη του Θρησκεύματος από τα νέα Δελτία Αστυνομικής Ταυτότητος, υπήρξε η αφορμή με την οποία επιδιώκεται η υλοποίηση σχεδίου αποχριστιανικοποίησης της κοινωνίας, του Λαού και του Κράτους. Αυτό ανησυχεί την Εκκλησία και την πλειοψηφία του Ελληνικού Λαού. Η ανησυχία αυτή εντείνεται από το γεγονός ότι δεν υπήρξε επίσημη διάψευση από αρμόδια πηγή για τις προαναφερθείσες ανησυχίες. Αντιθέτως, διαρκώς επιβεβαιώνονται οι φόβοι της Εκκλησίας, από δημοσιεύματα, συνεντεύξεις και άρθρα των πρωταγωνιστών του σχεδίου.

10. Η Ιερά Σύνοδος, σύμφωνη με τις προσδοκίες των πιστών τέκνων της και συνεπής προς τις υποσχέσεις της για, κατά το δυνατόν, ευρύτερη λαϊκή έκφραση, αποφασίζει την διενέργεια άτυπου δημοψηφίσματος της θρησκευτικής συνείδησης. Το εν λόγω δικαίωμα καλύπτει τόσο την ελευθερία του προσώπου του να δηλώνει την οποιαδήποτε θρησκευτική του πίστη ή την αθεΐα του, όσο και την ελευθερία του να αποσιωπά αυτές. Η αρνητική όψη του δικαιώματος δεν είναι δυνατόν να ασκείται σε βάρος της θετικής όψης, ανεξάρτητα και πέρα από πλειοψηφίες και μειοψηφίες.

Το άτυπο δημοψήφισμα θα διεξαχθεί μέχρι τα μέσα του φθινοπώρου, σε όλη την Εκκλησία της Ελλάδος, με την συγκέντρωση υπογραφών υπέρ της προαιρετικής αναγραφής του Θρησκεύματος στις ταυτότητες, από αποκλειστικά ενήλικους συμπολίτες μας. Τις λεπτομέρειες της όλης διαδικασίας επεξεργάζεται ειδική προς τούτο Επιτροπή της Εκκλησίας, η οποία θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει συνθήκες απόλυτης διαφάνειας και αξιοπιστίας.

Παράλληλα, η Ιερά Σύνοδος θα παρακολουθεί στενά και με ιδιαίτερη προσοχή τις εξελίξεις και θα ενημερώνει τον πιστό Λαό, όποτε αυτό καθίσταται αναγκαίο. Τίποτε δεν πρέπει να γίνει ερήμην του Λαού και ενάντια στην πραγματική του βούληση.

11. Η Ιερά Σύνοδος πάντως διακαώς εύχεται να ανταποκριθεί η Κυβέρνηση στο αίτημα όλων για άμεσο, ειλικρινή και νηφάλιο διάλογο. Ο διάλογος αυτός θα διατρανώσει την κοινωνική συνοχή και θα αποκαταστήσει την γαλήνη στον τόπο μας, σε μια εποχή που Εκκλησία και Πολιτεία οφείλουν στον Λαό να βαδίσουν μαζί και ενωμένες προς την Ενωμένη Ευρώπη που χρειάζεται την Ελλάδα σύγχρονη και Ορθόδοξη.

Η Ιερά Σύνοδος επιφυλάσσεται να λάβει και άλλα μέτρα, ανάλογα με τις εξελίξεις, προκειμένου να δικαιώσει τις προσδοκίες του πιστού λαού μας και να ανταποκριθεί στην ευθύνη που επιβάλλει η ανά τους αιώνες ιστορική παρουσία της.

12. Η Ιερά Σύνοδος εν τούτοις, κρίνουσα ότι η διαμορφωθείσα ήδη κατάσταση στη Χώρα δεν ευνοεί εορτασμούς και πανηγυρικές εκδηλώσεις, απεφάσισε την αναβολή της κορυφαίας διοργάνωσης των εορτασμών του Ιωβηλαίου από την Ελληνική Εκκλησία, δηλαδή την άφιξη στην Αθήνα των δέκα πέντε Προκαθημένων των ομοδόξων ανά τον κόσμο Εκκλησιών και την συμμετοχή τους στην Πανορθόδοξο Θεία Λειτουργία της 15ης Οκτωβρίου ε.έ. και την πραγματοποίησή της σε ευθετότερο χρόνο. Επίσης απεφάσισε την για τον ίδιο λόγο αναβολή της επίσημης επίσκεψης στην Εκκλησία της Ελλάδος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. Αναστασίου, που είχε προγραμματισθεί για τον προσεχή Σεπτέμβριο.

(Σύνθεση Ανακοινωθέντων
της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου,
26 και 28 Ιουνίου 2000)



Περιεχόμενα
Επιστροφή