Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΙ
Με μεγάλην χαράν και συγκίνησιν ανερχόμεθα εις το βήμα τούτο διά να απευθύνωμεν τον εγκάρδιον, ολόθερμον και πλήρη αγάπης χαιρετισμόν της ημετέρας Μετριότητος και της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως προς υμάς, τους εκλεκτούς αντιπροσώπους του ευλαβούς Πολωνικού Λαού και δι' υμών προς ολόκληρον αυτόν, του οποίου η ευσέβεια είναι γνωστή ανά τα πέρατα της γης. Εκφράζομεν τας θερμάς ημών ευχαριστίας προς υμάς, Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε της Βουλής, διά την ευγενή και τιμητικήν πρόσκλησιν, την οποίαν απηυθύνατε, ημίν, όπως από του υψηλού τούτου βήματος εκθέσωμεν προς τους εντιμοτάτους βουλευτάς του ιστορικού Πολωνικού Έθνους τους τρόπους διά των οποίων η Ορθόδοξος Εκκλησία αντιμετωπίζει τας προκλήσεις και τας εντάσεις του συγχρόνου κόσμου, ως και τον τρόπον κατά τον οποίον συναντάται καθ' ημάς η Πολιτική μετά του Δεκαλόγου. Ομοίως ευχαριστούμεν και πάντας υμάς, Εντιμότατοι κύριοι Βουλευταί και πάντες οι κατά την ώραν ταύτην ακούοντες ημάς, διά τον κόπον και την προσοχήν, την οποίαν θα καταβάλετε διά να ακούσετε τον ταπεινόν και απέριττον λόγον μας. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είναι βεβαίως άγνωστος εις την Πολωνικήν Επικράτειαν, δεδομένου ότι από πολλών αιώνων αντιπροσωπεύεται εις αυτήν διά σημαντικού αριθμού πολιτών, οι οποίοι ανήκουν εις αυτήν. Αλλά και η ιεραποστολική δράσις των Ορθοδόξων Θεσσαλονικέων Ισαποστόλων Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου και των διαδόχων και συνεργατών αυτών έχει αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη και την ανάμνησιν αυτών εις πολλάς περιοχάς της φίλης Πολωνίας. Πέραν τούτου δε η γειτνίασις της Πολωνίας μετά πολλών ορθοδόξων κατά το πλείστον χωρών και η παγκόσμιος και διαχρονική ακτινοβολία του Βυζαντινού πολιτισμού, του επηρεασμένου βαθέως υπό της Ορθοδόξου πίστεως, δεν αφήνει αμφιβολίαν ότι ποιά τις γνώσις περί αυτής ενυπάρχει εις την Πολωνίαν. Η αρχική άλλωστε περίοδος της Χριστιανικής ζωής εν όλη τη Ευρώπη ήτο Ορθόδοξος, και τιμώνται εν αυτή ακόμη οι πρώτοι Ορθόδοξοι Άγιοι και σώζονται εν αυτή πολλοί των Ορθοδόξων Ναών και εικονογραφιών, ώστε δύναταί τις ειπείν ότι όλος ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός ήρχισεν οικοδομούμενος επί της Ορθοδόξου πίστεως, αλλ' εξέκλινεν εις τον σημερινόν ανθρωποκεντρισμόν, αφ' ης δεν κατώρθωσεν η Δύσις να συνδυάση, ως εν τη Ανατολή, αρμονικώς τον ορθόν λόγον των αρχαίων Ελλήνων μετά της υπέρ λόγον γνώσεως των Αγίων Πατέρων και υπέταξε την δευτέραν εις τον πρώτον. Εν τούτοις η αίγλη των Ορθοδόξων Πατέρων της αδιαιρέτου πρώτης Εκκλησίας, ως του Μεγάλου Βασιλείου, των Αγίων Γρηγορίων, του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και άλλων, μηδέ του Μεγάλου Φωτίου εξαιρουμένου, εξακολουθεί να φωτίζη Ανατολήν και Δύσιν, η δε εμβάθυνσις εις αυτούς πολλά έχει να προσφέρη εις αμφοτέρας. Το γεγονός δε ότι οι Ορθόδοξοι της Πολωνίας, Χώρας της οποίας ο λαός κατά την μεγίστην πλειοψηφίαν του ακολουθεί την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν, αλλά και οι Ορθόδοξοι όλου του κόσμου επιμένουν να παραμένουν Ορθόδοξοι, εγείρει το ερώτημα ποία είναι η κατ' αυτούς και η κατ' αλήθειαν ουσιώδης διαφορά μεταξύ Ρωμαιοκαθολικής και Ορθοδόξου Εκκλησίας, ώστε οι υπολειπόμενοι Ορθόδοξοι να μή ακολουθούν την προτίμησιν των πολλών, αλλά να επιμένουν εις την θρησκευτικήν διαφοροποίησιν από την πλειονότητα με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το υμέτερον υψηλόν ενδιαφέρον προς σύλληψιν της λεπτής μεταξύ αυτών ειδοποιού διαφοράς υποδηλοί άλλωστε και η πρόσκλησις της ημετέρας Μετριότητος όπως αναπτύξωμεν ενώπιόν σας το προειρημένον θέμα. Διότι ασφαλώς γνωρίζετε καλώς την επ' αυτού απάντησιν της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, εν τη επαινετή δε επιθυμία σας όπως πλουτίσητε την γνώσιν υμών και διά της επ' αυτού στάσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκαλέσατε ημάς, ως οι αρχαίοι Αθηναίοι εκάλεσαν τον Απόστολον Παύλον προ της Βουλής του Αρείου Πάγου, λέγοντες ημίν μετ' αυτών "βουλόμεθα ουν γνώναι" "τις η καινή αύτη υπό σου λαλουμένη διδαχή" (Πραξ. 17, 19-20). Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν αντιμετωπίζει τα προκλήσεις και εντάσεις του συγχρόνου κόσμου ως κάτι διαφορετικόν από τας προκλήσεις και εντάσεις του κόσμου οιασδήποτε εποχής. Γνωρίζει ότι αι προκλήσεις και εντάσεις αύται είναι εκδηλώσεις της εσωτερικής δυσαρμονίας του ανθρώπου προς εκείνο το οποίον έπρεπεν ο άνθρωπος να είναι. Αυτό δε το οποίον ο άνθρωπος έπρεπε να είναι ανεφέρθη σαφώς υπό του Θεού κατά την δημιουργίαν του ανθρώπου. "Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν" (Γεν. 1,26) Η εικών ευρίσκεται εις διαρκή αναφοράν προς το εικονιζόμενον υπ' αυτής πρωτότυπον. Εν προκειμένω το πρωτότυπον του ανθρώπου είναι ο τριπρόσωπος Θεός, ο Οποίος απεκάλυψεν αρχήθεν το πολυπρόσωπον Αυτού διά της χρήσεως του πληθυντικού τύπου "ποιήσωμεν" αντί του ενικού "ποιήσω". Η σχέσις των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, σχέσις απολύτου αγάπης και αλληλοπεριχωρήσεως, σχέσις απολύτου συμπτώσεως των αγίων θελημάτων αυτών, είναι το υπό του ανθρώπου εγκαταλειφθέν πρότυπον. Διότι ο άνθρωπος εν τω προσώπω του Αδάμ ηθέλησε να αυτονομηθή από της σχέσεώς του προς τον Θεόν και να γίνη αυτόνομος "ως Θεός" (Γεν. 3,5,22) διά της ανυψώσεως του ιδίου θελήματος εις θέλημα επαναστατικώς αντίθετον προς το θέλημα του Θεού, δηλαδή ηθέλησε να ενεργήση και να ζήση κατά τρόπον διαφορετικόν από τον τρόπον ζωής του προτύπου της Αγίας Τριάδος, του οποίου ώφειλε να είναι εικών, διά να είναι όντως άνθρωπος κατά την υπό του Δημιουργού του προβλεφθείσαν φύσιν του. Επομένως ο άνθρωπος, διά της αυτονομήσεώς του από το πρότυπον του οποίου εικών επλάσθη να είναι, απώλεσε την αρχικήν φύσιν του και κατέστη κάτι οντολογικώς διάφορον εκείνης, ήτοι ελλιπής άνθρωπος, φέρων εν εαυτώ την φθοράν, την δυσαρμονίαν, τον διχασμόν, την ταραχήν, την ανασφάλειαν, την εμπάθειαν, και μαζί με όλα αυτά την ανυποχώρητον επιθυμίαν να δικαιωθή αυτοδυνάμως, να αποδείξη ότι δεν έσφαλε, να νικήση τον Θεόν. Αποτέλεσμα αυτής της αλλοιώσεως είναι η διαρκής ανά τους αιώνας προβολή της ισχύος ως του επιδιωκτέου στόχου και ως εκ τούτου αι μεγάλαι εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ πολλών επιδιωκόντων να υπερισχύσουν αλλήλων. Αυτή η θήρευσις της ισχύος, η επιδίωξις της δόξης, η ορμή προς υπερίσχυσιν, είτε εν ρώμη σωματική, είτε εν πλούτω οικονομικώ, είτε εν γνώσει επιστημονική, είτε εν όπλοις πολεμικοίς, είτε εν οιαδήτινι άλλη ιδιότητι, είναι η ρίζα όλων των παλαιών και συγχρόνων εντάσεων και προκλήσεων. Ασφαλώς η επί της οδού της κατισχύσεως του ενός επί του άλλου ή της μιας ομάδος επί της άλλης, ή του ενός έθνους επί του άλλου κλπ. πορεία της ανθρωπότητος, προκαλεί την διαρκή αύξησιν των αντιπαρατιθεμένων δυνάμεων και θα προκαλέση, αν μή ανακοπή, την τελικήν γιγαντιαίαν σύγκρουσιν, η οποία θα σημάνη την ολοκληρωτικήν αυτοκαταστροφήν του ανθρωπίνου γένους. Επομένως, διά να αποτραπή η πραγμάτωσις αυτής της (λογικής και όχι προφητικής) προβλέψεως περί της αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητος, πρέπει να αναθεωρήσωμεν την λογικήν της ισχύος και να επανέλθωμεν εις την λογικήν την οποίαν μας υποδεικνύει η Τριαδική ζωή του προτύπου της Αγίας Τριάδος, του οποίου έπρεπε να είμεθα πιστή εικών διά να είμεθα αληθείς άνθρωποι και κατά χάριν θεοί και όχι κατά φαντασίαν εγωϊστικήν απλώς "ως θεοί". Αυτήν την άλλην λογικήν ήτο αδύνατον να συλλάβη ο διαστρεβλωμένος εκ της διακοπής της μετά του Δημιουργού του κοινωνίας άνθρωπος. Και "καθεύδων αν θα διετέλει", κατά την ρήσιν του Σωκράτους, αν μή ο Θεός κατήρχετο εξ ουρανών διά να αποκαλύψη την όντως αλήθειαν. Ο δε Θεός, εν τω ενί των προσώπων της Αγίας Τριάδος, ενηνθρώπησε και ως Θεάνθρωπος αποκατέστησε την εν τω ανθρώπω εικόνα του Θεού, όχι μόνον δε τούτο, αλλά και οντολογικώς ηλλοίωσε την ανθρωπίνην φύσιν, αποκαταστήσας αυτήν εις την αρχικήν κατάστασιν, ως νέος Αδάμ, γενόμενος πρότυπον πλέον όχι ουράνιον και δυσπρόσιτον, αλλά ψηλαφητόν και ορατόν, ταυτοχρόνως δέ και σώμα Εκκλησίας, εις το οποίον εγκεντριζόμενος πάς άνθρωπος θέλων τούτο, αποκτά ή μάλλον καθίσταται σώμα Χριστού, δηλαδή νέου Αδάμ, νέου ανθρώπου, όντως ανθρώπου, δυναμένου να ζήση την τριαδικήν ζωήν της αγάπης, ελευθερωμένου από το σύμπλεγμα της ισχύος. Τούτου την ανεπάρκειαν περιτράνως απέδειξεν ο κενώσας Εαυτόν από πάσης ισχύος και σταυρωθείς, ο παντοδύναμος, υπό των αδυνάτων, και θανατωθείς, ο αθάνατος, υπό των θνητών, και χλευασθείς, ο δεδοξασμένος, υπό των χλευαζομένων παρ' αλλήλων και παρά του μοχθηρού διαβόλου. Η Ορθόδοξος, λοιπόν, Εκκλησία, βλέπει τον σύγχρονον κόσμον ως ένα κόσμον έχοντα "τέλος", υπό την διπλήν έννοιαν της λέξεως εις την ελληνικήν γλώσσαν. Δηλαδή σκοπόν και τέρμα. Όσον αφορά τον σκοπόν, και οι σύγχρονοι αστροφυσικοί έχουν ήδη αποδεχθή ότι διέπει το σύμπαν η ανθρωπική αρχή, δηλαδή ο κόσμος όλος λειτουργεί προς τον σκοπόν της υπηρετήσεως του ανθρώπου. Ασύλληπτον βεβαίως, εν τοιαύτη περιπτώσει, το μεγαλείον του ανθρώπου, αλλ' ο Ψαλμωδός διά της ποιητικής διαισθήσεως και ενοράσεως συνέλαβεν αυτό και ανέκραξε "δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν" (Ψαλμ. 8,5). Όσον αφορά το τέρμα, τα -κατά την εκκλησιαστικήν ορολογίαν- έσχατα, η Ορθόδοξος Εκκλησία βιώνει ανά πάσαν στιγμήν την συντέλειαν του κόσμου, την νίκην του καλού επί του κακού, αλλά και την τελικήν σύκγρουσιν εκείνου, ο οποίος επιμένει εις την λογικήν της ισχύος -και θα ηττηθή- προς εκείνον, ο οποίος δέχεται την λογικήν του Σταυρού -και θα νικήσει. Επομένως αι εντάσεις και αι συγκρούσεις του συγχρόνου κόσμου δεν είναι διά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν τίποτε άλλο παρά εκφάνσεις της τελικής αυτής αναμετρήσεως, η οποία, αν και τελική, πραγματώνεται από του νυν, και, αν και σύγχρονος, προβάλλει ενώπιόν μας τα έσχατα, κατά τρόπον ώστε το νυν και το αεί, η αρχή και το τέλος, το Άλφα και το Ωμέγα, να συνυπάρχουν εις μίαν οντικήν και όχι φανταστικήν συνύπαρξιν. Όλα αυτά προσθέτουν εις την σκέψιν μας μίαν άλλην διάστασιν, ανοίγουν ενώπιόν μας νέους ορίζοντας, αποκαλύπτουν νέας θεάσεις. Δεν είναι πολύς χρόνος αφ' ότου σύγχρονος αν και κεκοιμημένος, σοφός, προσέθεσεν εις τας τρεις διαστάσεις του χώρου (το ύψος, το πλάτος, το μήκος) και την τετάρτην, τον χρόνον. Είναι ήδη καιρός να προσθέσωμεν και ημείς εις όλας τας λοιπάς οπτικάς γωνίας υπό τα οποίας βλέπομεν τα γεγονότα του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των συγκρούσεων και των εντάσεων της εποχής μας, και την διάστασιν της εντελεχείας αυτού, υφ' οιανδήποτε μεν φιλοσοφικήν έννοιαν του Αριστοτελικού αυτού όρου, κυρίως όμως υπό την χριστιανικήν έννοιαν των εσχάτων αυτού ως προβιουμένης μερικώς από του σήμερον πραγματικότητος, ήτις θα συντελεσθή αναποτρέπτως ότε θα έλθη το πλήρωμα του χρόνου. Αυτό ουδεμίαν σχέσιν έχει με τον απόλυτον προορισμόν, τον κατά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν εσφαλμένως διδασκόμενον υπό τινων προκαθορισμόν υπό του Θεού της τελικής τύχης εκάστου. Διότι κατά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν ο χριστιανός πρέπει να είναι διαρκώς ασκούμενος, συνεχής τηρητής των εντολών, όχι διά να εξαγοράση διά των έργων του την οντολογικήν αλλοίωσίν του, την ομοίωσιν του προς τον Θεόν, αυτό ανθρωπίνως είναι ακατόρθωτον, αλλά διά να καταδείξη την αγάπην του προς τον Ιησούν Χριστόν, συνεπεία της οποίας ο τελευταίος δωρεάν θα ενσωματώση αυτόν εις το σώμα Του, την άκτιστον Εκκλησίαν Του, ώστε να καταποθή το θνητόν του ανθρώπου υπό της ζωής του Χριστού (Β΄ Κορ. 5,4) και να ζήση ο άνθρωπος ως τεθεωμένος κατά χάριν, ως οντολογικώς αλλοιωμένος εκ του θείου έρωτος του Χριστού και εκ του εγκεντρισμού του εις Αυτόν. Ώστε βλέπομεν την όλην ιστορίαν από του τέλους εις ο πορευόμεθα, από την έκβασιν ήτις είναι η εν τοις εσχάτοις νίκη της αληθείας, και αξιολογούμεν τα πάντα εξ' αυτής και εργαζόμεθα δι' αυτήν και αγωνιζόμεθα δι' όλα τα επίγεια ουχί ως εάν ταύτα ήσαν (ως είναι διά πολλούς) αυτοσκοπός και τέρμα των επιδιώξεων, αλλά ως εάν είναι (και δι' ημάς είναι) μέσα καλλιεργείας και εναρμονίσεως ημών προς την αρμονικήν συμπαντικήν πορείαν προς τον θρίαμβον του Εσταυρωμένου Χριστού, την οποίαν πορείαν δεν δύνανται να ανακόψουν αι οιαιδήποτε συγκρούσεις, εντάσεις και προκλήσεις του συγχρόνου και του επερχομένου κόσμου. Συνεπεία της εσχατολογικής προοπτικής της Ορθοδόξου Εκκλησίας όλοι οι βραχυπρόθεσμοι ανθρώπινοι στόχοι, όλα τα σύγχρονα γεγονότα, λαμβάνουν την βαρύτητά των εκ της σχέσεως αυτών προς το "τέλος", τον σκοπόν και το τέρμα του κόσμου τούτου. Όθεν, εκεί όπου άλλοι βλέπουν τον εν τω παρόντι θάνατον, η Ορθόδοξος Εκκλησία βλέπει την μέλλουσαν Ανάστασιν. Εκεί όπου άλλοι βλέπουν τον τωρινόν θρίαμβον του κακού, η Ορθόδοξος Εκκλησία απτόητος βλέπει την τελικήν νίκην του καλού. Και εκεί όπου οι άλλοι βλέπουν δυσεπίλυτα σύγχρονα προβλήματα, η Ορθόδοξος Εκκλησία βλέπει με αισιοδοξίαν όχι πάντοτε βεβαίως την λύσιν αυτών, αλλά πάντοτε την υπέρβασιν αυτών, εν τη εννοία ότι ούτε ταύτα ούτε ουδέν έτερον δύναται να ανακόψη την προς το αίσιον τέλος του προγράμματος του Θεού πορείαν του σύμπαντος. Μακάριος όστις συντονίζεται προς την πορείαν αυτήν αδιαφορών διά τας παρεμβαινούσας δυσκολίας. Δι' αυτό και η Ορθόδοξος Εκκλησία αγωνίζεται μεν δι' όλων των δυνάμεών της και με όλην την αγάπην της διά την επίλυσιν των εντάσεων και προκλήσεων του συγχρόνου κόσμου, αλλά δεν απαισιοδοξεί όταν ούτε αι ιδικαί της προσπάθειαι τελεσφορούν, ούτε άλλου τινός αι προσπάθεια ευοδούνται. Λυπείται βεβαίως, κατά το ανθρώπινον, δι' όσα δεινά προκαλεί ο άνθρωπος εις τον άνθρωπον, αλλ' η λύπη της δεν είναι ως η των απηλπισμένων, διότι γνωρίζει ότι αύτη θα μεταβληθή εν τέλει εις χαράν και ούτω βιώνει το μυστήριον της χαρμολύπης. Εις τον αγώνα της διά την άμβλυνσιν των εντάσεων και προκλήσεων του συγχρόνου κόσμου η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν χρησιμοποιεί τας αυξανούσας τας εντάσεις αυτάς μεθόδους και δυνάμεις του κόσμου τούτου. Δεν επεδίωξε, δηλαδή, ούτε επιδιώκει να επιβάλη την αλλαγήν του κόσμου τούτου διά της ισχύος. Γνωρίζομεν άλλωστε όλοι ότι όλοι οι κατά καιρούς μεταρυθμισταί του κόσμου έκαμαν κατάχρησιν της ισχύος και αφήρεσαν την ζωήν από μυριάδας συνανθρώπων αυτών, αντιτιθεμένων πράγματι ή κατά την φαντασίαν των ισχυρών εις τα σχέδιά των. Διά τούτο η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν απέκτησεν ούτε επιθυμεί να αποκτήση κρατικήν οντότητα και πολιτικήν ισχύν, συνεπαγομένην την χρήσιν της μαχαίρας (Ρωμ. 13,4) την οποίαν ο Θεός επεφύλαξεν εις την αναγκαίαν ως εκ της εκπτώσεως του ανθρώπου κοσμικήν εξουσίαν, απαγορεύσας αυτήν εις τους μαθητάς Του (Ματθ. 26,52, Ιω. 18,11). Δεν επεθύμησεν ούτε επιθυμεί να αποκτήση πολιτικήν ισχύν, ώστε δι' αυτής να ανταγωνισθή άλλας πολιτικάς δυνάμεις προς επιβολήν δήθεν του Κράτους του Θεού, αντί του υπό των δυνάμεων αυτών επιβαλλομένου κράτους του ανθρώπου. Δι' αυτό και δεν υιοθετεί ούτε υποστηρίζει την δημιουργίαν πολιτικών κομμάτων προσκειμένων εις αυτήν, διά των οποίων θα ηδύνατο να επιδιώξη την επιβολήν των απόψεών της εις τας κοινωνίας. Η υπό της Εκκλησίας, άλλωστε, υποστήριξις ωρισμένου κόμματος θα ενείχεν διαχωρισμόν των πολιτών εις συμμάχους και αντιπάλους, γεγονός το οποίον αντιτίθεται προς την καθολικότητα της Εκκλησίας, σκοπόν εχούσης να αγκαλιάση τους πάντας εις την ολότητα αυτών και όχι μέρος μόνον των μελών της κοινωνίας. Διά τούτο η Ορθόδοξος Εκκλησία διακηρύσσει αρχάς και χαίρεται να βλέπη αυτάς υιοθετουμένας και εφαρμοζομένας παρά τε των μελών της και παρ' οιουδήποτε τρίτου, αλλά δεν μεταβάλλεται ούτε εις κόμμα ούτε εις κράτος. Διαχειρίζεται την μάχαιραν του Πνεύματος ο εστι ρήμα Θεού (Εφ. 6,17) και αφήνει την μάχαιραν του σώματος εις τους φορείς της κοσμικής εξουσίας, την οποίαν αναγνωρίζει μετά του Αποστόλου Παύλου ως "υπό Θεού" τεταγμένην προς εκπλήρωσιν αναγκαίου και χρησίμου έργου (Ρωμ. 13, 1-7). Το κεντρικόν πρότυπον της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Οποίος διά να σώση τον κόσμον εσταυρώθη και δεν επεβλήθη, ειπών εις τον Πιλάτον το γνωστόν "η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου" (Ιω. 18,36). Επομένως, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν χρησιμοποιεί "δώδεκα λεγεώνας αγγέλων" (Ματθ. 26,53), ουδέ υπηρέτας, οι οποίοι να αγωνίζωνται υπέρ αυτής ανθρωπίνως προς αυτοπροστασίαν και επιβολήν, ούτε χρησιμοποιεί τα ανθρώπινα όπλα, αλλά τον λόγον, και την χάριν του Θεού, ήτις επιβεβαιοί τον λόγον, καθ' ούς τρόπους θέλει (Μαρκ. 16,20). Είναι χαρακτηριστικόν ότι όλα τα εγκόσμια ολοκληρωτικά καθεστώτα και όλαι αι ιδεολογίαι έχουν ως πρότυπον ένα ιδεατόν ανθρώπινον τύπον και αγωνίζονται να εξομοιώσουν προς αυτόν όλα τα μέλη της κοινωνίας, απαγορεύονται ακόμη και την αποκλίνουσαν από το πρότυπον αυτό σκέψιν. Η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει ως πρότυπον τον Θεάνθρωπον Ιησούν Χριστόν, ο Οποίος εποίησεν παν έθνος ανθρώπων (Πραξ. 17,28), και το πλήθος των ιδιοπροσωπειών με την ανεξάντλητον ποικιλίαν των χαρακτήρων και των χαρισμάτων. Ως εκ τούτου, η Ορθόδοξος Εκκλησία ανέκαθεν εσεβάσθη έκαστον πρόσωπον και έκαστον έθνος και ωμίλησεν και ομιλεί εις αυτό "τη ιδία διαλέκτω" (Πραξ. 2,8) αποβλέπουσα εις την καλλιέργειαν και ανάπτυξιν αυτού και όχι εις την ένταξιν αυτού εις εν σύστημα, εις το οποίον αύτη θα είναι η κυριαρχούσα δύναμις, Κατ' αυτόν τον τρόπον η έντασις, η οποία δημιουργείται μεταξύ του θέλοντος να αφομοιώση τον έτερον και του θέλοντος να διατηρήση την ιδιοπροσωπείαν αυτού αναιρείται. Μεταξύ δέ του κηρύσσοντος ορθοδόξως το Ευαγγέλιον και του ακούοντος το κήρυγμα δημιουργείται μία σχέσις απολύτως ελευθέρα και αγαπητική, ως η σχέσις μεταξύ του πράου και ταπεινού τη καρδία Ιησού και των μαθητών Του, προς τους οποίους, σκανδαλισθέντας διά τινας λόγους Του, απηύθυνε την πλήρη ελευθερίας ερώτησιν "μή και υμείς θέλετε υπάγειν;" (Ιω, 6,67). Ο λόγος, λοιπόν, της Ορθοδόξου Εκκλησίας απευθύνεται εις την ελευθέραν συνείδησιν του ανθρώπου και ζητεί από αυτόν την συγκατάθεσίν του διά να εισέλθη εις τον εσωτερικόν του κόσμον και να αντικαταστήση το πνευματικόν λειτουργικόν του σύστημα (ας μας επιτραπή ο όρος αυτός, ειλημμένος από την ορολογίαν της πληροφορικής). Διότι, ως γνωστόν, το εσωτερικόν λειτουργικόν σύστημα του ανθρώπου προσδιορίζει τας πράξεις του, "τα εκπορευόμενα", κατά την Ευαγγελικήν ορολογίαν (Ματθ. 15,18, Μαρκ. 7,20). Επομένως, ριζική και σταθερά αλλαγή των ανθρώπων και των κοινωνιών και συνεπώς σταθερά κατά το εφικτόν χαλάρωσις των εντάσεων και αντιμετώπισις των προκλήσεων επέρχεται μόνον όταν αλλάξουν οι άνθρωποι, εκ του εσωτερικού των οποίων προέρχονται αύται. Αλλ' ως γνωστόν, έκαστος άνθρωπος διέρχεται όλα τα στάδια της πνευματικής εξελίξεώς του και αναπτύξεώς του κατά την διάρκειαν του βραχέως βίου του. Επομένως πάντοτε θα υπάρχουν εις τας κοινωνίας άνθρωποι διαφόρων βαθμίδων καλλιεργείας και πάντοτε θα χρειάζεται η παιδεία και το κύριον αυτής εργαλείον, ο λόγος, προς βελτίωσιν αυτών. Δι' αυτό και η Ορθόδοξος Εκκλησία, διά την οποίαν ομιλούμεν (και ασφαλώς και άλλαι Εκκλησίαι), συνεχώς χρησιμοποιεί τον λόγον, και έχει ως κύριον και αδιάλειπτον έργον αυτής την "διακονίαν του λόγου" (Πραξ. 6,4). Εν δείγμα του λόγου, τον οποίον απευθύνει σύσσωμος η Ορθόδοξος Εκκλησία προς τους λαούς όλου του κόσμου είναι το Μήνυμα των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, το οποίον απηυθύνθη από των Αγίων Τόπων κατά τα προ ολίγου εορτασθέντα Χριστούγεννα. Οι Προκαθήμενοι των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, εις τους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο αγαπητός αδελφός Μητροπολίτης της εν Πολωνία Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας κύριος Σάββας, συνεκεντρώθημεν εις την Βηθλεέμ, τον τόπον της κατά σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα συνεορτάσωμεν εν ενότητι και ομοψυχία την δισχιλιοστήν επέτειον απ' αυτής. Επ' ευκαιρία της επετείου ταύτης και της συναντήσεως ημών απηυθύναμεν το εν λόγω Μήνυμα διατρανούντες δι' αυτού τόσον την αρραγή πνευματικήν ενότητα της εκ πολλών Αυτοκεφάλων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών συγκειμένης Ορθοδόξου Εκκλησίας, όσον και κύριά τινα σημεία της Ορθοδόξου και παγχριστιανικής πίστεως, αλλά και την στάσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι καιρίων τινών προβλημάτων, τουτέστιν επί τινων των εν τω θέματι της παρούσης ομιλίας εντάσεων και προκλήσεων της συγχρόνου εποχής. Ειδικώτερον διεκηρύξαμεν ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία καυχάται "εν ταις ασθενείαις" αυτής, στολιζομένη "ως πορφύραν και βύσσον" τα αίματα των μαρτύρων της, και αρδευομένη "ταις των δακρύων ροαίς" των οσίων ασκητών αυτής. Διεδηλώσαμεν το αμέριστον ενδιαφέρον της Ορθοδόξου Εκκλησίας δι' όλα τα προβλήματα της ζωής του ανθρώπου. Εποιησάμεθα έκκλησιν προς τους ισχυρούς ηγέτας της γης ίνα διασφαλίσουν την πολυπόθητον ειρήνην εις όλην την γην και εις τους Αγίους Τόπους. Εδηλώσαμεν ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ετοίμη να συνδράμη διά των εις την διάθεσίν της μέσων (τα οποία δεν δύνανται να είναι πολιτικής, αλλά πνευματικής και μόνον φύσεως), εις την επικράτησιν της καταλλαγής και εις την εξάλειψιν της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού. Ετείναμεν εγκαρδίως χείρα προς όλους τους διωκομένους διά τας πεποιθήσεις αυτών, ακόμη και όταν αύται είναι αντίθετοι προς τας ιδικάς μας. Κατεδικάσαμεν τον υπό τινων θρησκευτικών ομάδων και ομολογιών ασκούμενον επιθετικόν προσηλυτισμόν εις βάρος ιδία των μελών της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επεσημάναμεν τους κινδύνους, οι οποίοι ενυπάρχουν εις ακραίας παρεμβάσεις του ανθρώπου εις την βασικήν δομήν και σύστασιν του γενετικού υλικού των εμβίων όντων, ως και εις πάσαν διαταραχήν του φυσικού περιβάλλοντος εκ της αλογίστου και εγωϊστικής επεμβάσεως του ανθρώπου εις αυτό. Προετείναμεν ως πηγήν εμπνεύσεως διά την λύσιν των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων της ανεργίας, της πείνης, του χάσματος πλουσίων και πτωχών, της σκληράς μορφής ωρισμένων εργασιών, της εμπορευματοποιήσεως της ανθρωπίνης ζωής, της αγωγής και προστασίας της νεότητος και της οικογενείας, τας αρχάς του Ευαγγελίου και την βιοτήν των Αγίων της Εκκλησίας μας. Δεν εδιστάσαμεν να είπωμεν ότι αι διεθνείς τάσεις ανακατατάξεων πρέπει να γίνωνται υπό το ευαγγελικόν πνευματικόν φως και διά του κριτηρίου του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και περί άλλων συγχρόνων σοβαρών προβλημάτων είπομεν λόγον αληθείας. Προς δέ τους ημετέρους πιστούς συνεστήσαμεν καθαρότητα καρδίας, ταπείνωσιν και μετάνοιαν και εξεφράσαμεν την οδύνην μας διά την διάσπασιν του Χριστιανικού κόσμου και διά την αποτυχίαν πολλών χριστιανών να ενσαρκώσουν το πρότυπον του Χριστού εις την βιοτήν των. Βεβαίως ενδέχεται να αντείπουν τινές ότι οι λόγοι ούτοι είναι αναποτελεσματικοί και ότι προς πραγμάτωσιν αυτών πρέπει να χρησιμοποιηθούν και άλλα μέσα. Η Ορθόδοξος Εκκλησία όμως, ως ελέχθη κρίνει ότι δεν ανήκει εις την δικαιοδοσίαν αυτής η χρήσις αυτών των άλλων μέσων, εφ' όσον ταύτα είναι πολιτικής φύσεως και χρησιμοποιούν την ισχύν προς επιβολήν των υποδεικνυομένων. Η εφαρμογή τοιούτων μέτρων καταλείπεται υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την πολιτικήν εξουσίαν, ενώ μέτρα φιλανθρωπίας, παιδείας, ενισχύσεως της οικογενείας, της νεότητος, ψυχικής συνδρομής και βοηθείας και παρεμφερή χρησιμοποιούνται ευρέως υπ' αυτής. Η επισήμανσις αύτη φέρει ημάς εις το δεύτερον θέμα της ομιλίας μας, το της σχέσεως πολιτικής και δεκαλόγου. Ως γνωστόν, δεκάλογον ονομάζομεν τας διά του Μωϋσέως δοθείσας δέκα θεμελιώδεις εντολάς του Θεού προς τους Ισραηλίτας κατά την έξοδον αυτών εκ γης Αιγύπτου (Εξ. 20,1-17). Αποτελούν αύται ακόμη και σήμερον βασικάς αρχάς αποδεκτάς υπό των συγχρόνων κοινωνιών, αλλ' η πρώτη, περί της λατρείας του ενός Θεού, έχει καταστή θέμα απολύτως προσωπικόν εκάστου ανθρώπου, καθιερωθείσης κοινωνικώς της ανεξιθρησκείας. Η δευτέρα περί μη κατασκευής ειδώλων και η τρίτη περί μή χρησιμοποιήσεως του ονόματος του Θεού επί ματαίω περιωρίσθησαν εις τον καθαρώς προσωπικόν χώρον εκάστου πολίτου, της Πολιτείας μή αναμιγνυομένης. Η τετάρτη περί της αργίας του Σαββάτου, έχει νομοθετικώς καθιερωθή ως εβδομαδιαία αργία σχεδόν παγκοσμίως, έστω και αν διά λόγους θρησκευτικών παραδόσεων η αργία εντοπίζεται αλλαχού εις Παρασκευήν, αλλαχού εις Σάββατον και αλλαχού εις Κυριακήν. Η πέμπτη περί της προς τους γονείς τιμής έχει καταστή αντικείμενον ήθους και όχι νομικής επιταγής, εξαιρέσει της υπό ωρισμένους όρους αναγνωριζομένης υποχρεώσεως προς διατροφήν. Η δεκάτη, περί μή επιθυμήσεως των του πλησίον, ως αναγομένη εις εσωτερικήν διάθεσιν του πολίτου, δεν απασχολεί τας πολιτικάς εξουσίας της κοινωνίας. Η έκτη περί μή μοιχεύσεως είναι περιεχόμενον ηθικής και ως επί το πολύ νομικής επιταγής, ανεξαρτήτως της προβλέψεως ή μή ποινικών ή άλλων κυρώσεων. Νομοθετικώς θεσμοθετημέναι εξακολουθούν να είναι αι εντολαί ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις και ου φονεύσεις. Εκ των ανωτέρω καταφαίνεται ότι το θέμα της σχέσεως πολιτικής και δεκαλόγου περιορίζεται εις το εάν η κρατική εξουσία πρέπει να καταστήση νομικάς επιταγάς όλας τας εντολάς του δεκαλόγου ή τινάς αυτών ή να καταργήση την νομικήν επιβολήν τινων ή όλων. Πρέπει να διευκρινησθή ότι ο σκοπός της πολιτείας είναι να υπάρξη η κοινωνική ειρήνη διά την απρόσκοπτον συμβίωσιν και εργασίαν των πολιτών, εντός ενός πλαισίου ανεξιθρησκείας και ανοχής της θρησκευτικής διαφοροποιήσεως αυτών. Ο κρατικός νόμος εις τα μή ολοκληρωτικά καθεστώτα αρκείται εις την εξωτερικήν συμμόρφωσιν των πολιτών προς τας επιταγάς του και δεν ερευνά την εσωτερικήν διάθεσιν αυτών. Αντιθέτως, ο νόμος του Θεού αποζητεί την τε εσωτερικήν αποδοχήν της εντολής και την εξωτερικήν συμμόρφωσιν προς αυτήν. Εξ άλλου, η εξ ανάγκης ή του φόβου των νομικών κυρώσεων συμμόρφωσις των πολιτών προς ωρισμένας επιταγάς, όπως το ου φονεύσεις, έχει κοινωνικώς μεγάλην σημασίαν, αλλά χριστιανικώς, αν και είναι αναμφισβητήτως πρόοδος εν σχέσει προς την διάπραξιν του φόνου, είναι κάτι ολιγώτερον του επιθυμητού, δεδομένου ότι η Εκκλησία ζητεί τον αγιασμόν και της διαθέσεως, δηλαδή την απαλλαγήν και από αυτής της πικρίας, (Εφ. 4,31) την συγχώρησιν, και ακόμη περισσότερον την αγάπην προς τους εχθρούς (Ματθ. 5,44). Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι βαθέως εμπεποτισμένη από την πίστιν ότι "παρήλθεν η σκιά του νόμου, της χάριτος ελθούσης" και ότι η επιβολή της κοινωνικής τάξεως και ευρυθμίας ανήκει εις την αρμοδιότητα της κοσμικής εξουσίας (Ρωμ. 13,4) προς την οποίαν μόνον αιτήματα και ενδεχομένως υποδείξεις υποβάλλει. Θεωρεί δέ την εσωτερικήν μεταμόρφωσιν των πολιτών ως το κύριον μέλημα αυτής, ως προείπομεν, ήτις και συνεπιφέρει την βελτίωσιν των κοινωνιών. Εν όψει δέ της εν Χριστώ ελευθερίας και της εν Χριστώ απαξιώσεως της βιαίας επιβολής απόψεων (παρ' όλην την κοινωνικήν καταξίωσιν της εξηναγκασμένης συμμορφώσεως των πολιτών προς τας νομικάς επιταγάς), η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν θεωρεί ως επιβαλλομένην την περιβολήν του δεκαλόγου διά νομικής υποχρεωτικότητος διά λόγους θρησκευτικούς. Αντιθέτως θεωρεί ότι υπό τας παρούσας κοινωνικάς συνθήκας η θεσμοθέτησις ωρισμένων εντολών του δεκαλόγου ως νομικών επιταγών προς ενίσχυσιν της εφαρμογής αυτών υπό του λαού, μάλλον αντίδρασιν και συνεπώς ζημίαν θα προκαλέση και όχι ωφέλειαν. Δεν αναφερόμεθα βεβαίως εις τον φόνον, την ψευδομαρτυρίαν και την κλοπήν, των οποίων η νομική απαγόρευσις είναι κοινωνικώς αποδεκτή, ουδέ εις τα ενδεδειγμένα μέτρα περιθάλψεως των ηλικιωμένων γονέων και τας συναφείς υποχρεώσεις των τέκνων, τα οποία εκάστη πολιτεία θα θεσπίση ως ελάχιστον όριον νομικών υποχρεώσεων αυτών. Αναφερόμεθα εις τα καθαρώς θρησκευτικά θέματα των πρώτης και δευτέρας εντολών και το καθαρώς ηθικόν θέμα της πέμπτης εντολής, την τήρησιν των οποίων η Ορθόδοξος Εκκλησία σαφώς και ρητώς θεωρεί επιβαλλομένην διά τους πιστούς. Όσον αφορά την πέμπτην, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν περιμένει βεβαίως την νομικήν επιταγήν της πολιτείας διά να καταδικάση την πράξιν, την οποίαν ρητώς καταδικάζει επανειλημμένως η Καινή Διαθήκη και μάλιστα και ως απλήν εσωτερικήν κίνησιν (Ματθ. 5,28), ανεξαρτήτως του ότι προσδέχεται την μετάνοιαν του αμαρτωλού (Ιωάν. 8,3-11). Εν κατακλείδι, η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί τας εντολάς του δεκαλόγου τηρητέας υπό των μελών της, είτε η πολιτεία θεσπίσει τούτο είτε κρίνει ότι δεν πρέπει να θεσμοθετήση νομικάς κυρώσεις κατά των παραβατών ωρισμένων εξ αυτών. Αφήνει δε εις την πολιτείαν την ευθύνην της λήψεως των αναγκαίων νομοθετικών και διοικητικών μέτρων ασχολουμένη η ιδία μόνον με την διδαχήν και την λήψιν των επιβαλλομένων πνευματικών μέτρων. Διά τούτων δέ ολοκληρώνομεν την συνοπτικήν έκθεσιν των βασικών θέσεων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας επί του απασχολήσαντος ημάς θέματος, αι οποίαι ανακεφαλαιωτικώς συνίστανται εις το ότι αύτη ενδιαφέρεται ζωηρώς διά την ορθήν αντιμετώπισιν όλων των εντάσεων και προκλήσεων του συγχρόνου κόσμου και δραστηριοποιείται προς τούτο χρησιμοποιούσα τον λόγον και τα εις την διάθεσίν της πνευματικά μέσα, αλλά δεν αναμιγνύεται εις την πολιτικήν ουδέ χρησιμοποιεί την ισχύν προς επιβολήν των απόψεών της. Αι απόψεις αύται δεν είναι βεβαίως αι μόναι τας οποίας η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει να συνεισφέρη εις εμπλουτισμόν της Πολωνικής κοινωνίας και σκέψεως. Έχει την μεγάλην παράδοσιν των νηπτικών και ασκητικών Πατέρων, την εξ ίσου μεγάλην λειτουργικήν παράδοσιν, την αμετάβλητον παράδοσιν της θεολογικής εμπειρίας και σκέψεως και της καλλιεργείας των γραμμάτων και των καλών τεχνών, ιδία δε της Βυζαντινής αγιογραφίας και μουσικής, την επίσης αξιόλογον παράδοσιν της κοινωνικής φιλανθρωπικής προσφοράς και διαλλακτικότητος και πολλά άλλα. Δι' αυτό και το ενδιαφέρον διά την ορθόδοξον αυτήν παράδοσιν συνεχίζεται και αναπτύσσεται ως τάσις αναγεννήσεως της πρωτοχριστιανικής πνευματικότητος. Ευτυχές το Έθνος σας διότι έχει εις τους κόλπους του ζων μέρος της Ορθοδόξου αυτής παραδόσεως, η μετά της οποίας βαθυτέρα γνωριμία πείθει διά τε τον πλούτον και διά την επικαιρότητα αυτής, και δι' αυτό είμεθα βέβαιοι ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία της Πολωνίας τυγχάνει και θα τύχη έτι μάλλον και της πολιτειακής μερίμνης προς αντιμετώπισιν των πρακτικών προβλημάτων της εν τω πλαισίω της ισονομίας και της ελευθέρας αναπτύξεως αυτής, ως σαρκός εκ της σαρκός σας και ουχί ως ξένου σώματος. Εκφράζομεν και πάλιν τας εκ βάθους ευχαριστίας ημών διά την υπομονήν και την προσοχήν μετά της οποίας ηκούσατε ημάς. Ευχόμεθα εις όλους πατρικώς υγείαν, μακροημέρευσιν και θείον φωτισμόν προς επιτέλεσιν του πολυευθύνου έργου σας. Και επικαλούμεθα επί πάντας την χάριν και το πλούσιον έλεος του Θεού. Αμήν. |