ΚΕΙΜΕΝΟ: ” Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ” ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΤΡΩΝ κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Τήν Α’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν Ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καί τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τῶν αἱρέσεων. Τήν νίκη τῆς ἀληθείας ἔναντι τοῦ ψεύδους. Θεωροῦμε εὐτυχῆ συγκυρία τήν Σύναξη κατ’ αὐτές τίς ἡμέρες τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Βασιλίδα τῶν Πόλεων, στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου κτυπάει ἡ καρδιά τῆς Ὀρθοδοξίας, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Παναγιωτάτου καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου καί προσευχόμεθα νά ληφθοῦν μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ καλύτερες ἀποφάσεις γιά τό κοινό μέλλον τῶν Ὀρθοδόξων καί πρός ὠφέλειαν τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἑορτάζομε λοιπόν σήμερα τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. A’ -Ἀλλά τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία; Εἶναι ἡ ὀρθή πίστη. Ἡ ὀρθή δόξα. Εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, τήν ὁποία παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας σέ μᾶς, ὄχι ὡς διανόημα ἤ ζωή ἀναμεμειγμένη μέ συναισθήματα ἀνθρώπινα, ἀλλά ὡς ἐμπειρία θεώσεως. Εἶναι ἡ ἀποκάλυψη καί ἡ ὀρθή πίστη: α) Περί τοῦ ἑνός καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐκ τοῦ μή ὄντος ἐδημιούργησε τόν σύμπαντα κόσμο καί τόν ἄνθρωπο καί ἔφθασε μέχρι θυσίας Σταυροῦ καί κατέβη μέχρις ᾅδου ταμείων καί ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, γιά νά ἀνακαινίσῃ τήν σύμπασα κτίση καί νά λυτρώσῃ τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ ἀποκάλυψη περί τοῦ Οὐρανίου Πατρός, ὁ Ὁποῖος μέσα στήν Θεία Λειτουργία προσφέρεται, μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος,ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος, ἀλλά τούς μετέχοντας ἁγιάζων. β) Περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία «ἐν τοῖς Μυστηρίοις σημαίνεται» (Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας). Ὅτι δηλαδή ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος, κοσμικός ὀργανισμός, ἤ ὅπως θά τήν ἤθελαν ἤ τήν θεωροῦν κάποιοι, ἕνας ὀργανισμός κοινωνικῆς προνοίας. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται καί «Ναῦς» καί «Λυχνία» καί «Τράπεζα», ἐν ᾖ θύεται ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας. Ἄρα ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι σύναξη Εὐχαριστιακή, ἀφοῦ ἡ Θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ζωῆς της καί τήν οὐσιαστική καί βαθειά ἔκφρασή της. Ὁ Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, μιλῶντας γιά τήν σύναξη τήν Εὐχαριστιακή, γιά τήν Ἐκκλησία δηλαδή, ἀναφέρει ὅτι κατ’ αὐτήν, «Θεός ἐν μέσῳ Θεῶν, θεουμένων ἐκ τοῦ κατά φύσιν ὄντος Θεοῦ» (PG. 155, 285-286). Μέ τήν Θεία Λειτουργία, τήν Θεία Εὐχαριστία, «ἀνασαίνει ὅλη ἡ πλάση», ἔλεγε ὁ σύγχρονος Ἅγιος, Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης. γ) Περί τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὡς δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ. Χαρακτηριστικός εἶναι ὁ λόγος, ἐπ’ αὐτοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Ἄνθρωπος ἐστί τό περισπούδαστον τοῦ Θεοῦ ζῷον… δι’ ὅν οὐρανός ἐτανύσθη, καί ἥλιος φαίνει, καί σελήνη τρέχει, καί ἀήρ ἐξεχύθη, καί πηγαί βρύουσι, καί θάλαττα ἡπλώθη, καί προφῆται ἐπέμφθησαν, καί νόμος ἐδόθη· καί τί δεῖ πάντα λέγειν; δι’ ὅν ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος ἐγένετο. Ὁ Δεσπότης μου ἐσφάγη, καί τό αἷμα αὐτοῦ ἐξέχεεν ὑπὲρ ἀνθρώπου» (PG. 48, 1029). Ὁ ἴδιος Ἱερός Πατήρ βάζει στό στόμα τοῦ Κυρίου μας τά ἑξῆς συγκλονιστικά λόγια: «Διά σέ ἐνεπτύσθην, ἐρραπίσθην, τήν δόξαν ἐκένωσα, τόν Πατέρα εἴασα καί πρός σέ ἦλθον τόν μισοῦντα με καί ἀποστρεφόμενον καί οὐδέ ἀκοῦσαι βουλόμενον τό ὄνομά μου. Κατεδίωξα καί ἐπέδραμον, ἵνα σέ κατάσχω, ἥνωσά με καί συνῆψα ἐμαυτῷ… Φάγε με εἶπον, καί λέγω σοι, καί πίε με» (Ἁγ. Ἰω. Χρυσ. Εἰς Α’ Τιμόθ. Ὁμιλία 15). Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, μέσα ἀπό τήν ὅλη ζωή καί τήν ἔκφρασή της, ὅπως λ.χ. μέσα ἀπό τίς Ἱερές Εἰκόνες τῶν ὁποίων τήν ἀναστήλωση ἑορτάζομε σήμερα, μεταδίδει βαθειές ἐμπειρίες στόν ἄνθρωπο. Μέσα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία γίνεται φανερή ἡ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, λάμπει τό Ἄκτιστον Φῶς πάνω στά σώματα τῶν Ἁγίων, φαίνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη καί κοινωνία τῶν Ἁγίων μέ τόν Θεό. Ἀδελφοί μου, εἶναι πρωτοφανής καί πρωτόγνωρη ἡ κρίση πού μαστίζει σήμερα τήν ἀνθρωπότητα. Αὐτή ἡ κατάσταση ὀφείλεται στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔθεσε σέ δεύτερη ἤ σέ τελευταία μοῖρα τά πνευματικά καί θεῖα ἔναντι τῶν ὑλικῶν, τά ὁποῖα ἐτοποθέτησε σέ κυρίαρχη θέση. Ὅμως ἡ ἄρνηση τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν καί ἡ ἀποστασία ἀπό τόν Θεό ἔκαναν τόν ἄνθρωπο νά παραπαίῃ χωρίς εἶδος καί κάλλος, καί δυστυχῶς νά ἀγωνίζεται καί πάλι γιά τήν ἀνάκτηση μόνο τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί ὄχι γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀμαυρωθείσης εἰκόνος του. Μέ σφιγμένη τήν καρδιά βιώνομε τόν διωγμό τῶν Χριστιανῶν, δυστυχῶς καί σήμερα, στίς ἀρχαῖες κοιτίδες τοῦ Χριστιανισμοῦ, στήν Μέση Ἀνατολή καί στήν Αἴγυπτο. Οἱ διωγμοί αὐτοί ἔρχονται ὡς συνέχεια τῶν διωγμῶν τῶν προηγούμενων αἰώνων, γιά νά πληρωθῇ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὅτι «ἐμίσησάν με δωρεάν» (Ἰω. ιε’, 25), καί ἀλλοῦ «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ θλῖψιν ἔξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰω. ιστ’, 33). Παρακολουθοῦμε μέ σφιγμένη τήν καρδιά τά τρομοκρατικά κτυπήματα σέ διάφορες χῶρες, σέ ὅλο τόν πλανήτη, καί προσευχόμεθα γιά τήν κρίση στήν χώρα τῆς Οὐκρανίας. δ) Περί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν ἕνωση καί κοινωνία του μέ τόν Ἰησοῦν Χριστό, διά τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία»,εἰ μή ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν(Πράξ. δ’, 12). «Τί μέ δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;» (Πράξ. ιστ’, 30). Στό ἐρώτημα αὐτό πού ἐτέθη στόν Παῦλο καί τόν Σίλα ἀπό τόν δεσμοφύλακα στούς Φιλίππους, οἱ Ἀπόστολοι ἀπαντοῦν μέ ἁπλότητα, σαφήνεια καί βάθος: «Πίστευσον ἐπί τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί σωθήσῃ» (Πράξ. ιστ’, 31). Β’ -Ἀνάγκη διατηρήσεως τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας ἀνοθεύτου. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, θέλοντας νά προφυλάξῃ τά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν μανία τῶν ἀλλοτρίων πρός τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, διδασκαλιῶν, ἀναφέρει: «καί ἐάν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. α’, 8). Ἡ αἵρεση εἶναι ἐπικίνδυνη καί καταστροφική ἑτεροδιδασκαλία γιά αὐτήν ταύτην τήν πορεία πρός σωτηρία καί λύτρωση. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀγωνίσθηκαν μέχρις αἵματος γιά τήν διασφάλιση τῆς ἀληθείας καί τῆς δυνατότητος τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀγωνίσθηκε ἀνέκαθεν γιά τήν διατήρηση ἀπαραχαράκτου τῆς Ἁγίας ἡμῶν Πίστεως. Ἡ ἀλήθεια ἐπολεμήθη ὑπό τῶν ὀργάνων τοῦ διαβόλου. Τόν ἄρραφον τοῦ Κυρίου χιτῶνα διέρρηξαν κατά καιρούς οἱ βαρεῖς λύκοι, οἱ ὁποῖοι ἀπεπειράθησαν νά πλανήσουν τά πρόβατα. Μέ τήν ἐμφάνιση τῶν διαφόρων αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀρνητές τῆς Χριστολογικῆς καί Τριαδολογικῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας, ἡ Ἐκκλησία συνεκρότησε τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, γιά νά καθορίσῃ τούς Ὅρους, τά ὅρια δηλαδή, τῆς Πίστεως. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, μέσα ἀπό τούς Ὅρους καί τούς Κανόνες, διεσφάλησαν τήν ἀκριβῆ καί ἀκαινοτόμητον ὁδόν τῆς σωτηρίας. Τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἔλαβαν ἄνθρωποι μέ σπάνιες ἐμπειρικές καταστάσεις τοῦ νοός, οἱ Πατέρες δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ὡς θεούμενοι, ἠδύναντο νά ἀντιληφθοῦν ἄμεσα τίς ἀποκλίσεις ἀπό τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, κινούμενοι ἐξ Ἁγίου Πνεύματος καί οὐχί βασιζόμενοι σέ ἀνθρώπινες θεωρίες καί λογικά θεωρήματα ἤ νοησιαρχικές καταστάσεις. Δυστυχῶς, παραμένουν στήν πλάνη σήμερα πολλοί ἐκ τῶν συνανθρώπων μας, ὅπως οἱ ἀνήκοντες στόν Παπισμό καί τίς ποικίλες Προτεσταντικές διδασκαλίες καί παραφυάδες, καί φεῦ τόσοι ἄλλοι. Γ’ – Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι συνυφασμένη μέ τόν ἱστό τοῦ Ἔθνους μας. Ἡ διατήρηση τῶν ὑγιῶν στοιχείων τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἡ διάσωση τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων, ἡ ἀνάδειξη τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος, ὀφείλονται κατά τό πλεῖστον στήν Ὀρθοδοξία. Μιλῶντας κανείς γιά τόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία, τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό, ἀγγίζει ἕνα μυστήριο, ἕνα θαῦμα κυριολεκτικά, πού συντελέστηκε μέσα στήν Ἱστορία. Διότι ἡ ἱστορική ἕνωση τῶν δύο αὐτῶν μεγεθῶν προκάλεσε ἀληθινή κοσμογονία (π. Γεώργιος Μεταλληνός). Ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας μας, ὡς προσώπων καί ὡς Λαοῦ, εἶναι ἡ παραμονή μας στήν Ὀρθόδοξη πίστη μας. Ὁ ἀγώνας γιά τήν διατήρηση τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς βασικοῦ θεμελίου τοῦ τόπου μας, εἶναι ὑποχρέωση ὅλων μας, μέ ὁποιοδήποτε κόστος. Δέν ἀγωνιζόμεθα γιά νά ἀποκτήσωμε ὁπαδούς, ἀλλά γιά νά ὁδηγήσωμε τούς ἀνθρώπους στήν σωτηρία. Δέν ἀγωνιζόμεθα γιά ὑλικούς σκοπούς, ἀλλά γιά τήν διάσωση τῆς ἰδιοπροσωπίας τοῦ Ὀρθοδόξου Λαοῦ μας. Ὅλοι ἐκεῖνοι πού πριονίζουν τίς ἑλληνορθόδοξες ρίζες τοῦ τόπου μας, μέσα ἀπό τήν ἀποϊεροποίηση τῆς ζωῆς, τήν διάλυση τῆς Ὀρθοδόξου οἰκογενείας καί τήν εἰσαγωγή καινοφανῶν θεωριῶν καί πρακτικῶν, ἤ τήν προσπάθεια ἐπιβολῆς αὐτῶν (ὅπως περί τοῦ συμφώνου συμβιώσεως τώρα, ἐνωρίτερα μέ ἄλλα ξεθεμελιωτικά τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ νομοθετήματα), τήν διασάλευση τῆς σχέσεως τῶν ἀνθρώπων μέ τήν μητέρα τους Ἐκκλησία, τήν ἀλλοίωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης (ἡ ὁποία χρησιμοποιήθηκε ὡς ὄχημα γιά τήν διάδοση τῆς ἀληθείας στά πέρατα τῆς οἰκουμένης), τόν ξεπεσμό τῆς ἠθικῆς, τήν ὑπονόμευση τῆς διδασκαλίας τῶν θρησκευτικῶν στό Σχολεῖο, ὅλοι ἐκεῖνοι ἐγκληματοῦν ἐναντίον αὐτῆς ταύτης τῆς ψυχῆς τοῦ Γένους μας. Ἡ ἐργώδης προσπάθεια πού καταβάλλεται ἐσχάτως, γιά τήν ἀλλοίωση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος τῶν Ἑλλήνων μέσα ἀπό τό συγκρητιστικό πνεῦμα τῆς λεγομένης «Νέας Ἐποχῆς», ἀπαιτεῖ ἀπό ὅλους μας ἐγρήγορση, ἑνότητα, σύμπνοια καί συνεργασία. Ἀπαιτεῖ συστηματική ἐργασία, ἐν προσευχῇ καί κοινωνίᾳ μετά τοῦ Ἐσταυρωμένου καί Ἀναστάντος Κυρίου μας. Δ’ Θά ἦτο κατάλληλος στό σημεῖο αὐτό ἡ ἀναφορά μας στό Νέον Μαρτυρολόγιον τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος σέ καιρούς δύσκολους πνευματικά γιά τό Ὀρθόδοξο γένος τῶν Ἑλλήνων, ἔβαζε στό στόμα τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων αὐτή τήν διδαχή, τήν ὁποία καί γιά τίς παροῦσες συνθῆκες πού βιώνει ἡ Πατρίδα μας, θεωροῦμε πάνυ ὠφέλιμον καί ἐπίκαιρον: «Φυλαχθῆτε, ἀδελφοί μας, νά μήν ἀρνηθῆτε τήν Ὀρθόδοξον πίστιν σας, καί ὁμολογήσετε τήν ἐκείνων θρησκείαν. Μή τυφλωθῆτε τόσον, ὅπου νά προτιμήσετε τό σκότος ἀπό τό φῶς∙ τό ψεῦδος ἀπό τήν ἀλήθειαν∙ τό χαλκοῦν καί κάλπικον νόμισμα ἀπό τό καθαρόν καί δοκιμασμένον μάλγαμα∙ τό γυαλί καί ἄτιμον χαλίκι ἀπό τό ἀτίμητον πετράδι∙ μέ ἕνα λόγον, τόν Ἅδην ἀπό τόν Οὐρανόν καί τήν Κόλασιν ἀπό τόν Παράδεισον».
Ἡ περαιτέρω πορεία μας ὡς προσώπων, ὡς Λαοῦ, ἀλλά καί ὡς ἀνθρωπότητος ὁλοκλήρου ἐξαρτᾶται ἀπό τήν παραμονή μας στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ἀλήθεια. Γιά τόν λόγο αὐτό, πάλιν καί πολλάκις μέ παρρησία διακηρύττομε τούς λόγους: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τό ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἑβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν· Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν, καί τούς Αὐτοῦ Ἁγίους ἐν λόγοις τιμῶντες, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν Ναοῖς, ἐν Εἰκονίσμασι, τόν μέν ὡς Θεόν καί Δεσπότην προσκυνοῦντες καί σέβοντες, τούς δέ διά τόν κοινόν Δεσπότην ὡς Αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες καί τήν κατά σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες. Ἀμήν» (Ἀπό τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας) |