ΚΕΙΜΕΝΟ: ” ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΤΟ ΨΩΜΙ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΕΦΑΓΕ…” ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΤΡΩΝ κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΤΟ ΨΩΜΙ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΕΦΑΓΕ…» Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Δέν πέρασε ἀπ’ αὐτό τόν κόσμο ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος νά μή ἐδάκρυσε καί νά μή ἐγεύθη τῶν θλίψεων τήν δοκιμασία. Εἶναι σαφής ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἔχει διαχρονική ἰσχύ: «Ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰω. ιστ’, 33), καί ἀλλοῦ, «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε» (Λουκ. στ’, 21). Ἐπειδή οἱ καιροί μας εἶναι ἐξαιρετικά σκληροί καί πολλάκις οἱ ἄνθρωποι κάμπτονται ἀπό τίς δυσκολίες καί ἀδυνατοῦν νά ἀντιμετωπίσουν μέ θάρρος τά προβλήματα, θεωρήσαμε πάνυ ὠφέλιμο νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό θέμα αὐτό, προκειμένου νά ἐπιστηρίξωμε τούς ταλαιπωρημένους ἀπό τά ποικίλα βάρη ἀδελφούς μας. Ὡς τίτλο τοῦ ἄρθρου μας ἐθέσαμε τόν λόγο τοῦ Γκαῖτε, ὁ ὁποῖος φιλοσοφῶντας γιά τήν ζωή ἔγραψε μέ νόημα: «τοῦ πόνου τό ψωμί ὅποιος δέν ἔφαγε, μόνο ἐκεῖνος δέν σᾶς γνώρισε, ὦ οὐρανοί…». Ὅσο θά ὑπάρξῃ θάλασσα χωρίς φουρτούνα καί οὐρανός χωρίς σύννεφα, τόσο θά ὑπάρξῃ καί ζωή χωρίς θλίψεις καί προβλήματα. Ὅσο καί ἄν ἐρευνήσῃ κανείς τήν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἀπό τότε πού ἐδημιουργήθη ὁ κόσμος μέχρι σήμερα, δέν θά καταφέρῃ νά βρῇ πτυχή της ἄμοιρη πόνων, θλίψεων καί δοκιμασιῶν.
«Ὅταν γάρ ἥμαρτεν ὁ Ἀδάμ τήν ἁμαρτίαν ἐκείνην τήν χαλεπήν καί τό κοινόν ἁπάντων ἀνθρώπων κατεδίκασε γένος, λύπῃ τότε κατεδικάζετο…» (Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ὀλυμπιάδα Ἐπιστολή Ι’, 3α, ΕΠΕ 37, 454). Αὐτή ἡ λύπη ὅμως ἐνικήθη καί εἰς χαρά μετενεστράφη, ὅταν ἐνηνθρώπησε ὁ Θεός, ὅταν δηλαδή ἦλθε ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος μέ τήν εἰς ᾅδου κάθοδο καί τήν Ἀνάστασή του ἐνίκησε τήν λύπη καί τόν θάνατο. Καί πάλι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θά μᾶς διδάξῃ πάνω σ’ αὐτό τό θέμα καί ὡς καλός πατέρας θά ἐξηγήσῃ στά παιδιά του: Τίς θλίψεις τίς ἐπιτρέπει ὁ Θεός, – Γιά τήν τελειοποίηση μας. – Γιά τήν ἐνδυνάμωση τῆς θελήσεώς μας. –Γιά νά γινώμαστε λαμπρότεροι, ὅπως τό χρυσάφι πού δοκιμάζεται στήν φωτιά. – Γιά νά Τόν μιμούμεθα στήν ταπείνωση. Ὁ Κύριός μας ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. β’, 18). Ἀλήθεια, ποιός ἄλλος ὑπέστη τέτοια μαρτύρια, ὅπως ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός; Ἐξευτελισμούς, ὕβρεις, ραπίσματα, μαστίγωμα, ἀτιμωτικό σταυρικό θάνατο… – Γιά νά λαμβάνωμε στεφάνια ἀπό τόν Θεό. Ἄς συνειδητοποιήσουμε ὅλοι μας, ὅτι ὁ βίος μας ἐπάνω στήν γῆ εἶναι πολύ λίγος, ἀπειροελάχιστος μπροστά στήν αἰωνιότητα. Αὐτή ἡ ζωή, μᾶς προετοιμάζει γιά τήν μέλλουσα δόξα. – Γιά νά ὁδηγούμεθα στήν ἁγιότητα. Μή λησμονῆτε, ἀδελφοί μου, τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ’, 24). – Γιά νά παραδειγματίζωνται οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι καί νά ἀντέχουν στίς δικές τους θλίψεις. Γι’ αὐτό ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά θλίβωνται περισσότερο οἱ δίκαιοι, παρά οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων. Μελετῶντας τήν ζωή τῶν Ἁγίων, π.χ. τοῦ Ἰώβ τοῦ πολυάθλου, λαμβάνομε δύναμη μεγάλη καί παρηγορία στίς θλίψεις μας καί στό τέλος ἀναδεικνυόμεθα νικητές.
Δυστυχῶς στίς ἡμέρες μας δέν ὑπάρχουν γερά πνευματικά θεμέλια, ἀφοῦ τά τελευταῖα χρόνια οἰκοδομήσαμε στήν ἄμμο καί τό ὅλο κτίσμα θυμίζει ἀνδριάντα μέ χρυσό κεφάλι καί σάπια χωματένια πόδια. Ἀστοχήσαμε, πιστεύοντες ὅτι χαρά βρίσκεται μόνο στήν γῆ, στά ἐφήμερα, στά φθαρτά, στά κοσμικά παλάτια, στίς ψεύτικες ἡδονές, καί γι’ αὐτό, ὅταν αὐτά παρῆλθαν, ἤ παρέρχονται, γευόμεθα τήν ὀδύνη. Στηρίξαμε τήν εὐτυχία μας στίς ἀπρόσωπες σχέσεις καί διελύσαμε τούς δεσμούς πνεύματος καί αἵματος, πού συγκρατοῦν τά μέλη μιᾶς κοινωνίας. Γκρεμίσαμε τήν σταυρόσχημη διάσταση τῆς ἀγάπης καί κοινωνίας προσώπων: Θεός – ἄνθρωπος καί ἄνθρωπος – συνάνθρωπος. Ἔτσι βρεθήκαμε στό κενό. Ἄς ἑστιάσωμε στόν χῶρο μας, στήν πατρίδα μας, ἡ ὁποία μαστίζεται ἀπό τήν πολυεπίπεδη, ὡς τήν ἔχομε πολλάκις χαρακτηρίσει, κρίση. Δυστυχῶς ὑπερεπερίσσευσε ὁ πόνος καί ἡ θλιψη. Κάθε ἡμέρα ζοῦμε ἀνθρώπινα δράματα καί βλέπομε τούς ἀνθρώπους, καί μάλιστα τήν νεολαία μας, νά βαδίζουν ὡς «νυχτωμένοι στρατοκόποι, ἀποσταμένων καί σβησμένων ἐλπίδων», ὡς θά ἔλεγε καί ὁ ποιητής. Καί τί θά γίνῃ; Ἔτσι θά προχωρᾶμε; Θά συμβιβασθοῦμε μέ αὐτή τήν «μοῖρα», γιά νά μιλήσωμε μέ ἁπλᾶ λόγια; Θά δραπετεύωμε ἀπό τήν ζωή ἀπό τήν πίσω πόρτα; Ἀλλ’ ὄχι. Ἡ ζωή εἶναι δῶρο Θεοῦ. Εἶναι ἀναντικατάστατη. Ὁ λαός μας ἔχει τόν δικό του τρόπο, ὥστε μέσα ἀπό τήν ἁπλότητά του νά δίδῃ μαθήματα ἐλπίδας, αἰσιοδοξίας, ζωῆς. Ἔχετε σκεφθῆ ἀλήθεια, πόσο ξεχωριστός λαός εἴμαστε γενικά καί, ἐφ’ ὅσον μιλᾶμε γιά τό συγκεκριμένο ζήτημα, πόσο ξεχωριστός λαός εἴμαστε στό νά κατακτᾶμε τούς οὐρανούς; Τετρακόσια χρόνια ὑπέμεινε τό γένος μας ἀπό φρικτούς δυνάστες, διωγμούς καί κατατρεγμούς, ἐξευτελισμούς καί μαρτύρια. Καί ὅμως, ἀπετίναξε μέ γενναιότητα τόν ζυγό τῆς πνευματικῆς καί σωματικῆς σκλαβιᾶς. Γιατί ἄραγε δέν καλλιεργοῦμε τό κλῖμα τῆς αἰσιοδοξίας καί τῆς γενναιότητας, ἑτοιμάζοντας τήν εὐτυχία τῶν παιδιῶν μας; Λέει λοιπόν ὁ λαός μας: «Καί μέ τά χίλια βάσανα, πάλι ἡ ζωή γλυκειά εἶναι». Σέ ἐπίσκεψή μας σέ χωριό τῆς ἐπαρχίας μας, γέροντας σοφός, μέ σχεδόν ἕναν αἰῶνα ζωῆς στήν πλάτη του, μοῦ εἶπε: «Νά δίνῃς θάρρος, Δέσποτα, στά παιδιά, στούς νέους. Τά παιδιά εἶναι σήμερα σάν τό τσόφλι τοῦ αὐγοῦ. Δέν ἀντέχουν γιά πολλά. Με τό πρῶτο βόλι λακᾶνε (με τήν πρώτη δυσκολία, ἐννοοῦσε, τό βάζουν στά πόδια). Ἐμεῖς, Δεσπότη μου, χῶμα φάγαμε γιά νά ζήσουμε, ἀλλά τό κεφάλι δέν τό βάλαμε κάτω. Καί πολέμους περάσαμε καί φτώχειες καί πεῖνες καί ἡ ξενητειά πῆρε πολλά βλαστάρια μας, ἀλλά δόξα τῷ Θεῷ εἴμαστε ὄρθιοι, καί ἄν χρειαστῇ σέρνουμε πρῶτοι τό χορό…». Καί σέ ἄλλο χωριό τῆς ἐπαρχίας μας βρήκαμε νεαρό αὐτή τήν φορά, βράχο τῆς ὑπομονῆς (πόσο στ’ ἀλήθεια μικρός ἔνοιωσα μπροστά του!), ὁ ὁποῖος ἀδυνατοῦσε ἐξ αἰτίας μιᾶς σπάνιας ἀσθένειας τῶν μυῶν, νά κινήσῃ τά μέλη τοῦ σώματος του (μόνο νά μιλάῃ μπορεῖ). Αὐτό τό παιδί, γεμάτο αἰσιοδοξία, χαρά, δύναμη, ἀντοχή μοῦ εἶπε: «Ἔχω μιά μεγάλη ἀπορία, Πάτερ. Γιατί οἱ ἄνθρωποι τό βάζουν στά πόδια μέ τήν ὁποιαδήποτε δυσκολία; Λυπᾶμαι ὅταν μαθαίνω, ὅτι κάποιοι συνάνθρωποί μας βάζουν τέλος στήν ζωή τους γιά χρέη καί κάποια ἄλλα θέματα… Θεωρῶ τήν μεγαλύτερη εὐτυχία τό ὅτι μπορῶ καί μιλῶ. Τό ὅτι εἶμαι στήν ζωή. Εἶμαι πιό δυνατός τώρα καί ὄχι πρίν λίγα χρόνια, πού ἤμουν ἀθλητής στόν στίβο». Καί εἶναι μόλις 35 ἐτῶν, συμπληρώνω ἐγώ. Ἀκούοντας αὐτά τά λόγια, ζητοῦσα ἐσωτερικά καί μυστικά συγγνώμη ἀπό τόν Θεό, γιατί πολλές φορές λυπήθηκα γιά ἀσήμαντα πράγματα. Τό μόνο πού μπόρεσα νά πῶ ἦταν: «Θέλεις παιδί μου νά τά πῇς αὐτά μπροστά σέ μιά κάμερα, γιά νά τά ἀκούσῃ ὁ ἀπογοητευμένος κόσμος;». «Καί βέβαια!», μοῦ ἀπήντησε.
Νά Τόν εὐχαριστήσωμε, γιατί ἔχομε παρηγοριά μας τήν Παναγία μας. Αὐτή μᾶς κράτησε ἀπό τό χέρι σάν πρόσωπα καί σάν Λαό. Σκούπισε τά δάκρυά μας καί τόν ἱδρῶτα μας καί μᾶς περιέβαλε μέ τήν μητρική Της φροντίδα. Ἡ Εἰκόνα Της εἶναι τό φῶς τῆς ζωῆς μας, ἡ ἐλπίδα μας, ἡ χαρά μας… Να δοξολογήσωμε τόν Θεό, γιατί μᾶς ἔδωσε «παρακλήτους» τούς Ἁγίους μας, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ δάσκαλοί μας στήν ὑπομονή καί στήν καρτερία καί οἱ πρέσβεις μας οἱ ἀκοίμητοι γιά νά ξεπερνᾶμε τά προβλήματά μας. Ἀδελφέ μου, ἐσύ πού στενοχωρεῖσαι καί κλαῖς γιά ὁποιονδήποτε λόγο, ἐσύ πού ἔχασες πρός καιρόν τό θάρρος σου καί τήν δύναμή σου, θυμίσου ὅτι τά σύννεφα μπορεῖ γιά λίγο νά κρύβουν τόν ἥλιο, ὅμως ὁ ἥλιος ὑπάρχει, ὁ οὐρανός μένει ἀνεπηρέαστος καί σέ λίγο θά φανῇ τό φῶς καί ἡ λαμπρότητά του. Ἀδελφέ μου, ἐσύ πού ὑποφέρεις καί λυγίζεις ἀπό τῆς ζωῆς τίς λύπες καί τά βάσανα, θυμίσου ὅτι τό χιόνι γιά λίγο καλύπτει τό χῶμα καί τά φυτά, ὅμως εἶναι ἀπαραίτητο γιά τήν ἰσορροπία τῆς φύσεως. Σέ λίγο θά λειώσῃ καί ἡ ἄνοιξη θά φανῇ, φέρνοντας μαζί της τοῦ χιονιοῦ τά εὐεργετήματα. Ἀδελφέ μου, ἐσύ πού ξενυχτᾶς καί ἀγωνίζεσαι νά ξεπεράσῃς τόν πόνο καί νά βρῇς λύσεις γιά τά προβλήματά σου, ἄκουσε τόν Κύριό μας, πού σοῦ λέγει, μέ τόση, ναί μέ τόση ἀγάπη: «Ἐγώ πατήρ, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ Νυμφίος, ἐγώ οἰκία, ἐγώ τροφεύς, ἐγώ ἱμάτιον, ἐγώ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος. Πᾶν ὅπερ ἄν θέλῃς ἐγώ. Μηδενός ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγώ δουλεύσω. Ἦλθον γάρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγώ καί φίλος καί ξένος καί κεφαλή καί ἀδελφός καί μήτηρ. Πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρός ἐμέ. Ἐγώ πένης διά σέ, καί ἀλήτης διά σέ, ἐπί Σταυροῦ διά σέ, ἐπί τάφου διά σέ, ἄνω ὑπέρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπέρ σοῦ πρεσβευτής παραγέγονα παρά τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σύ καί ἀδελφός καί συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος. Τί πλέον θέλεις;» (Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τό κατά Ματθαῖον Ὁμιλία ΟΣΤ´, 24, ΕΠΕ 12, 34). |