Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΑΤΡΩΝ
Ἡ Ἑορτή τῶν Ἁγίων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στήν Ἱερά Μητρόπολη Πατρῶν.
Πατρῶν Χρυσόστομος: «…Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ποτέ δέν εἴχαμε δεχθῆ μοιρολατρικά τά γεγονότα, ἀλλά καί ποτέ ἡ ἱστορία τῆς φυλῆς μας, τοῦ γένους μας, τῆς πατρίδος μας, δέν εἶχε διαστρεβλωθῆ καί παραχαραχθῆ τόσο, ὅσο στούς καιρούς μας…»
Τήν Κυριακή πρό τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, 13.9.2015, στήν Ἱερά Μητρόπολη Πατρῶν, ἑορτάσθη ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἐθνοϊερομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης καί τῶν σύν αὐτῷ Κληρικῶν καί Λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι μαρτυρικῶς ἐτελειώθησαν ὑπό τῶν Τούρκων, κατά τήν Μικρασιατική Καταστροφή. Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομος, ἐτέλεσε τήν Θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Πατρῶν, ἐν πληθούσῃ Ἐκκλησίᾳ καί ἐκήρυξε τόν θεῖο λόγο, ἀναφερθείς στήν θυσία καί τό φρικτό μαρτύριο τῶν Ἁγίων της Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς καί πάντων τῶν φρικτῷ τρόπῳ τελειωθέντων πατέρων καί ἀδελφῶν ἡμῶν, τῆς Ἰωνικῆς γῆς. Ἐπίσης ἔκαμε λόγο γιά τούς πρόσφυγες καί τίς σκληρές συνθῆκες ζωῆς ὅσων ἔφθασαν στήν Μητροπολιτική Ἑλλάδα, οἱ ὁποῖοι παρά τίς δυσκολίες καί μεγάλες ταλαιπωρίες κατόρθωσαν νά σταθοῦν στά πόδια τους καί νά συνεχίσουν τήν πορεία τους ἐνατενίζοντας τό πρόσωπο τοῦ Ἐσταυρωμένου καί Ἀναστάντος Κυρίου μας καί προχωρώντας μέ τίς εὐχές τῶν ἡρώων καί μαρτύρων προγόνων μας. Μεταξύ τῶν ἄλλων ὁ Σεβασμιώτατος ἀνέφερε: …Ὁ νοῦς μας σήμερα θά τρέξῃ ἐκεῖ, πού πρίν ἐνενῆντα τρία χρόνια, τά μανιασμένα τουρκικά στίφη, πιστά στήν πατροπαράδοτη τακτική τῆς βίας καί τοῦ φόνου, ἔπεφταν ὡς ἄγρια θηρία ἐναντίον ἀμάχων, ἀθώων, φιλοπροόδων ἀνθρώπων, καί περνοῦσαν ἀπό φωτιά καί μαχαίρι γυναῖκες καί μικρά παιδιά, ποδοπατῶντας τά ἱερά καί τά ὅσια τοῦ Γένους μας. Ἡ ψυχή μας θά ἀκουμπήσῃ στόν πόνο τῆς Ρωμηοσύνης, πού γιά μιά ἀκόμη φορά προδομένη, ἐπλήρωσε τό τίμημα τῶν ἀγώνων τόσων αἰώνων, γιά νά δώσῃ πολιτισμό, ἀνθρωπιά, νόημα ζωῆς, πνεῦμα ἐλευθερίας καί πίστεως στόν ἀληθινό Θεό. Μπροστά μας θά δοῦμε τόν ὄχλο, μέ τά βάρβαρα αἰσθήματα, πού κομμάτιαζε τόν Δεσπότη τῆς Σμύρνης, τόν Χρυσόστομο, τόν ἥρωα καί μάρτυρα τοῦ Γένους, ὁ ὁποῖος προσφέρθηκε ὡς ἐθελόθυτο θῦμα στόν βωμό τῆς Πατρίδος, ἀρνούμενος νά φύγῃ γιά νά σωθῇ ἀπό τόν βέβαιο θάνατο. Ὁ Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Πουώ, θά γράψῃ γιά τό μαρτύριο τοῦ Χρυσοστόμου: «Τοῦ ἔβγαλαν μέ ξιφολόγχη τά μάτια, τοῦ ἔκοψαν τ’ αὐτιά καί τήν γλῶσσα. Τόν ἔσυραν ἀπό τά γένεια καί τά μαλλιά. Γύρω ἀπ’ τό σῶμα του ἔστησεν ἡ ἀπάνθρωπη, ἠ ἀφάνταστα βάρβαρη τουρκική μανία τόν πιό φρικτό χορό. Δέν ἄφησαν τίποτε τό σκληρό καί τό ἐξευτελιστικό πού νά μήν τό κάμουν στό ἀφανισμένο καί μισοσκοτωμένο κορμί τοῦ Χρυσοστόμου. Κι ἐσύρθηκεν ἔτσι, ὡς τούς Ἰκί-Τσεσμέ, ὁ γέρων Μητροπολίτης Σμύρνης, κατακομματιασμένος. Ἀπό τό κορμί του, ἐκεῖ, τό μεθυσμένο ἀπό κτηνωδία πλῆθος πῆρε ἕνα κομμάτι τῆς σάρκας τοῦ Χρυσοστόμου γιά φυλακτό ματωμένο. Τό κεφάλι του μέ βγαλμένα τά μάτια, κομμένα τ’ αὐτιά καί τήν γλῶσσα, μέ τά γένεια ξεριζωμένα, καί μαύρο ἀπό τό ξύλο, αἱματοστάλαχτο, τό ἔμπηξαν στήν πατερίτσα του, καί ἡ πομπή μαινόμενη ἀπό βλαστήμιες καί σαρκασμό, τό περιέφερε στούς Τουρκομαχαλάδες…»»
Καί δέν ἦταν μόνο ὁ Χρυσόστομος. Ἐξοντώθηκαν μέ φρικτό τρόπο 347 Ἱερεῖς τῆς Ἐπαρχίας Σμύρνης. Ἐπίσης ὁ Μητροπολίτης Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος πού ἐπεταλώθη ὡς νά ἦτο ζῶον, ὁ Κυδωνιῶν Γρηγόριος πού θάφτηκε ζωντανός, ὁ Ἰκονίου Προκόπιος καί ὁ Ζήλων Εὐθύμιος πού ἐσφαγιάσθησαν. Ἐνενῆντα τρία χρόνια μετά, εἴμαστε ἐκεῖ καί ἀκοῦμε τίς κραυγές τῶν Ἑλλήνων, πού σφάζονται καί ἀτιμάζονται: «Κόσμος, ἑκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός ἀπό φόβο ἀρχίνησε νά τρέχῃ ἀπ’ ὅλα τά στενοσόκακα καί τούς βερχανέδες, καί νά ξεχύνεται στήν παραλία σά μαῦρο ποτάμι. …Τό βράδυ τό μονοφῶνι κορυφώνεται. Ἡ σφαγή δέ σταματᾶ. Μόνο ὅταν τά πλοῖα ρίχνουνε προβολεῖς γίνεται μιά πρόσκαιρη ἡσυχία. Μερικοί πού καταφέρανε νά φτάσουνε ζωντανοί ἴσαμε τή μαούνα μας, ἱστοροῦνε τό τί γίνεται ὄξω, στίς γειτονιές. Οἱ τσέτες τοῦ Μπεχλιβάν καί οἱ στρατιῶτες τοῦ Νουρεντίν τρῶνε ἀνθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογοῦνε σπίτια καί μαγαζιά. Ὅπου βροῦνε ζωντανούς, τούς τραβοῦνε ὄξω καί τούς βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στίς ἐκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι ἀγόρια πάνω στίς Ἅγιες Τράπεζες καί τ’ ἀτιμάζουνε. Ἀπ’ τόν Ἄη Κωνσταντῖνο καί τό Ταραγάτς ἴσαμε τό Μπαλτσόβα τό τούρκικο μαχαίρι θερίζει. Ἡ φωτιά ὅλη νύχτα ἀποτελειώνει τό χαλασμό. Γκρεμίζονται τοῖχοι, θριματίζονται γυαλιά. Οἱ φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, ἔπιπλα, καί φτοῦνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε τήν πολιτεία ὁλόκληρη. Ἁπλώνουν πάνω στά ἔργα τῶν ἀνθρώπων καί τά διαλύουνε. Σπίτια, ἐργοστάσια, σχολειά, ἐκκλησίες, μουσεῖα, νοσοκομεῖα, βιβλιοθήκες, θέατρα, ἀμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αἰώνων, ἐξαφανίζονται κι ἀφήνουνε στάχτη καί καπνούς. Ἀχ, γκρέμισε ὁ κόσμος μας! Γκρέμισε ἡ Σμύρνη μας! Γκρέμισε ἡ ζωή μας! Ἡ καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δέν ξέρει πού νά κρυφτῇ. Ὁ τρόμος, ἕνας ἀνελέητος καταλύτης, ἄδραξε στά νύχια του κεῖνο τό πλῆθος καί τό ἀλάλιασε. Ὁ τρόμος ξεπερνάει τό θάνατο. Δέ φοβᾶσαι τό θάνατο, φοβᾶσαι τόν τρόμο. Ὁ τρόμος ἔχει τώρα τό πρόσταγμα. Τσαλαπατᾶ τήν ἀνθρωπιά. Ἀρχίζει ἀπό τό ροῦχο καί φτάνει ἴσαμε τήν καρδιά… Τί κάνουν, λοιπόν, οἱ προστάτες μας; Τί κάνουν οἱ ναύαρχοι μέ τά χρυσά σειρίτια, οἱ διπλωμάτες κ’ οἱ πρόξενοι τῆς Ἀντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στά καράβια τους καί τραβούσανε ταινίες τή σφαγή καί τόν ξολοθρεμό μας! Μέσα στά πολεμικά οἱ μπάντες τους παίζανε ἐμβατήρια καί τραγούδια τῆς χαρᾶς, γιά νά μή φτάνουν ἴσαμε τ’ αὐτιά τῶν πληρωμάτων οἱ κραυγές τῆς ὀδύνης καί οἱ ἐπικλήσεις τοῦ κόσμου. Καί νά ξέρῃ κανείς πῶς μιά, μόνο μιά κανονιά, μιά διαταγή, ἔφτανε γιά νά διαλύσῃ ὅλα κεῖνα τά μαινόμενα στίφη. Κ’ ἡ κανονιά δέ ρίχτηκε κ’ ἡ ἐντολή δέ δόθηκε!» (Γιάννης Καψῆς, τ. Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν). Ἡ Διδώ Σωτηρίου ἀναφέρει στά «Ματωμένα Χώματα»: «Ἦρθαν οἱ καιροί, πού οἱ ζωντανοί ζήλευαν τούς πεθαμένους. Γέμισε τό νεκροταφεῖο ἀπό γυναικόπαιδα. Ἔσυραν ὡς ἐκεῖ μαννάδες, ξεφρενιασμένες ἀπό τόν τρόμο, τά κορίτσια τους. Πίστεψαν, ὅτι θά δίσταζε ὁ Τοῦρκος. Μά οὔτε ἐδῶ σταματοῦσε ἡ κτηνωδία. Κι ὁ τόπος τῆς αἰωνίας γαλήνης, τό λιμάνι, πού δέν τό φθάνει ἡ ἐγκόσμια τρικυμία, ὁ τόπος, πού στή θύρα του σταματοῦν ὅλα, γιά τούς δυστυχισμένους σήμερα ἔγινε καινούργιας ἀγωνίας σταθμός. Σβυστά τά καντήλια τῶν τάφων. Τά κυπαρίσσια σάν μαῦρες λαμπάδες ὑψώνονται δεητικά στόν οὐρανό, πού ξάστερος κι ὁλόλαμπρος σκεπάζει τό μέγα δράμα. Νεκροί και ζωντανοί μαζί…». Ὅσοι σώθηκαν, ἔφτασαν κατατρεγμένοι, ταλαιπωρημένοι, ἐξουθενωμένοι στήν Ἑλλάδα. Πόνεσαν ὥσπου νά βροῦν στέγη καί ψωμί. Ξαναμάτωσαν ὥσπου νά ριζώσουν στήν μάνα γῆ καί πατρίδα. Ὅμως ἄντεξαν γιατί μέσα τους κουβαλοῦσαν τόν ἡρωισμό τῆς λεβεντογέννας φύτρας, τήν πίστη στόν Θεό καί τά ζώπυρα τοῦ γένους μας. Κάποιοι κατάφεραν νά σώσουν πολύτιμους θησαυρούς, τά ἅγια Εἰκονίσματα καί ἅγια Λείψανα, κρυμμένα στόν κόρφο τους, ὅ,τι μπόρεσαν ἀπό τά πατρογονικά σεβάσματα νά περισώσουν, ἀγκαλιάζοντάς τα σφιχτά, ὡς θησαυρό πολύτιμο. Δούλεψαν σκληρά, πότισαν τά χώματα μέ τόν τίμιο ἱδρῶτα τοῦ προσώπου τους, ἀπόχτησαν παιδιά, τά μεγάλωσαν, ἔκαναν γενικά προκοπή. Οἱ μεγάλοι ἔκλεισαν τά μάτια τους μέ τήν φλόγα τῆς ἀγάπης γιά τίς ἀλησμόνητες πατρίδες. Οἱ ἀπόγονοί τους ὑποσχέθηκαν ὅτι θά τιμήσουν τό Ἑλληνικό ὄνομα καί θά γυρίσουν νά προσκυνήσουν τήν ματωμένη γῆ. Οἱ πολλοί τό ἔκαναν, καί τά ἐγγόνια τους ἔχοντας τήν λαχτάρα τῆς πονεμένης πατρίδας, συχνά-πυκνά, περνᾶνε στήν Σμύρνη, στό Ἀιβαλί, καί τίς ἄλλες πόλεις, καί άνάβουνε κερί καί λιβάνι στήν μνήμη τῶν μαρτύρων προγόνων τους, Κληρικῶν καί Λαϊκῶν. Καί έδῶ στήν μητέρα πατρίδα, στήν Νέα Σμύρνη, στήν Νέα Ἰωνία, στήν Πάτρα, καί ὅπου ἀλλοῦ, ὕψωσαν τίς Ἐκκλησιές καί τά καμπαναριά τους, ὅπως ἦταν ἐκεῖ, στή Σμύρνη τήν ἡλιόφεγγη, τήν πολυαγαπημένη. Ἀγαπητοί μου, ὁ Ἑλληνισμός δέν θά ἐπιβιώσῃ ἄν μείνῃ χωρίς ὁράματα, χωρίς ἐλπίδα, χωρίς τίς μνῆμες πού τόν διατηροῦν σέ πνευματική ἐγρήγορση. Μόνο ἄν μείνῃ ὄρθιο καί ἄπαρτο τό φεγγοβόλο κάστρο τῆς μνήμης, πού τό ὕψωσαν καί τό συντήρησαν μέ τό αἷμα τους τά ἑκούσια σφάγια ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος, μόνο τότε ἡ Ἑλλάδα θά μεγαλουργήσῃ. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ποτέ δέν εἴχαμε δεχθῆ μοιρολατρικά τά γεγονότα, ἀλλά καί ποτέ ἡ ἱστορία τῆς φυλῆς μας, τοῦ γένους μας, τῆς πατρίδος μας, δέν εἶχε διαστρεβλωθῆ καί παραχαραχθῆ τόσο, ὅσο στούς καιρούς μας. Ὅμως ἄς μάθουν ὅσοι ἐπιβουλεύονται τήν ἱστορική μας ἀλήθεια, τήν ἰδιοπροσωπεία μας καί τήν Ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μας, ὅτι δέν ἐξαντλήθηκαν τά ὁράματά μας καί δέν ἔχει ἀποπροσανατολισθῆ —παρά τίς ἐργώδεις καί λυσσαλέες προσπάθειές τους— ὁ πνευματικός μας Ἑλληνικός καί Ὀρθόδοξος προσανατολισμός, οὔτε ἔχει ἀλλάξει τό πνευματικό D.N.A. τῶν παιδιῶν μας, οὔτε ἄλλο αἷμα ρέει στίς φλέβες τους. Λίγο χρειάζεται, πολύ λίγο, γιά νά ξεχειλίσῃ τό ποτήρι, καί τότε ὅλοι θά διαπιστώσουν τόν δυναμισμό τῆς φυλῆς μας. Ἔρχεται ἡ ὥρα —ἔτσι γίνεται πάντα κατά τήν κυκλική πορεία καί ἑρμηνεία τῆς Ἱστορίας— ἔρχεται ἡ ὥρα, πού θά ξυπνήσουν οἱ πιεσμένοι ἐθνικοί παλμοί στίς καρδιές ὅλων μας, καί κυρίως στίς καρδιές τῶν παιδιῶν μας. Οἱ παλμοί αὐτοί θά πυροδοτήσουν τίς ἀνυπολόγιστες γιά τούς μισέλληνες, ἡμετέρους καί ξένους, ἐσώτατες δυνάμεις, προκειμένου νά παρασύρουν καί νά ἀφανίσουν τά δεινά καί δύστυχα ἀνθρωπάρια, πού ποτέ δέν ἠθέλησαν μιά Ἑλλάδα δυνατή καί ἀνεξάρτητη. Γιατί πάντοτε εἶναι, οἱ δυστυχεῖς αὐτοί τύποι, ἐγκλωβισμένοι στά ἀπαίσια καί φρικτά ἰδεολογικά τους τείχη καί ὑπαρξιακά τους κενά. Δέν τούς ἐπιτρέπει ὁ συρρικνωμένος καί συνωστισμένος στό στενό κρανίο τους ἐγκέφαλός τους νά σκεφθοῦν διαφορετικά…» |