8 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1995 – 8 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2015. ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΣΙΑΚΗ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΚΥΡΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΤΟΥ Β’ ( ΦΙΛΙΠΠΑΙΟΥ )
8 Ἰανουαρίου 1995 – 8 Ἰανουαρίου 2015 Εἴκοσι χρόνια ἀπό τήν ὁσιακὴ κοίμηση τοῦ Μαντινείας καὶ Κυνουρίας κυροῦ Θεοκλήτου τοῦ Β’ (Φιλιππαίου).
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ. Χρυσοστόμου.
Ἦταν ἀπόγευμα τῆς 8ης Ἰανουαρίου 1995, πρὶν εἴκοσι ἀκριβῶς χρόνια, ὅταν ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης, τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Καλτεζῶν, ἔγειρε ἡ ἱερὰ καί σεβασμία κεφαλὴ τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Μαντινείας καὶ Κυνουρίας Θεοκλήτου καὶ ἡ ἁγιασμένη ψυχὴ του ἔφυγε γιὰ τὴν οὐράνια πατρίδα, ἔνθα ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων καὶ βοώντων ἀπαύστως, τὸ «Κύριε Δόξα σοι». Ἔγινε ὅπως τὸ εἶχε προείπει. Πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπιθυμία τοῦ σεμνοῦ, ταπεινοῦ, πεπαιδευμένου, εὐγενοῦς καί ἀρχοντικοῦ ἃμα, Ἱεράρχου, ὁ ὁποῖος «ἐν ἀναβάσει θυσιαστηρίου ἁγίου ἐδόξασε περιβολήν ἀγιάσματος…,ὡς ἥλιος ἐκλάμπων ἐπί Ναόν Ὑψίστου» (Σειρ, ν΄, 11,7). « Παρακαλῶ τὸν Θεὸ» ἒλεγε, «νὰ φύγω ὄρθιος καὶ μέσα σὲ ἕνα Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου». Στὸ ἐρώτημά μας « γιατί Σεβασμιώτατε, ἐπιθυμεῖτε νὰ φύγετε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ μέσα σὲ ἕνα Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου;», ἡ ἀπάντηση ἦταν αὐθόρμητη, ἁπλῆ καὶ ἀπέπνεε βεβαιότητα. « Ἔχω αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία διότι εὐλαβοῦμαι ἰδιαιτέρως τὸν Ἅγιο Νικόλαο, ἔφερα κατὰ κόσμον τὸ ὄνομά του καὶ χειροτονήθηκα στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἐπιθυμῶ δὲ νὰ φύγω ὄρθιος, ἵνά μή στενοχωρήσω κάποιους ἢ ἀπασχολήσω ἐξ’ ἄλλων ἐργασιῶν, ἀφοῦ θὰ εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ μὲ περιθάλπουν. Πάντως ἂς γίνῃ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου…» Ἀναμνημισκόμενος ἐκείνων τῶν γεγονότων θὰ προσπαθήσω ἐν συγκινήσει βαθυτάτη καὶ κατὰ χρέος ἱερὸ καὶ καθῆκον ἅγιο πρὸς τὴν μνήμη τοῦ ἀοιδίμου Ἱεράρχου τοῦ χειροτονήσαντος με Διάκονον καὶ Πρεσβύτερον, μικράν νά ποιήσω ἀναφορὰν καὶ βέβαια πρὸς διδαχὴν καὶ ὄφελος πάντων ἡμῶν. Κυριακὴ 8 Ἰανουαρίου 1995. Ὁ καιρὸς στὴν Τρίπολη πολὺ ψυχρὸς καὶ ἤδη ἀπὸ τὸ πρωὶ ἄρχισε νὰ χιονίζῃ. Μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία στὸ Καθολικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Βαρσῶν, ἐδέχθην τηλεφώνημα ἀπό τόν μακαριστό Ἱεράρχη, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν χαρακτηριστικὴ γεμάτη ἀγάπη καὶ στοργὴ φωνὴ του, μοῦ εἶπε: « Χρυσόστομε, τὸ ἀπόγευμα θέλω νὰ ἔρθω στὸ Μοναστήρι νὰ προσκυνήσω τὸν Ἅγιο Νικόλαο. Πές μου τί συνθῆκες ἐπικρατοῦν;». Ἀπαντῶ. « Σεβασμιώτατε, ἔχομε χιόνι καὶ εἶναι δύσκολη ἡ ἀνάβαση στὴ Μονή. Θὰ δῶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ κατέβῳ, προκειμένου νὰ φύγῳ γιὰ τὴν Ἀθήνα μὲ τὴν εὐχὴ σας. (ὑπηρετοῦσα ἤδη στὴν Ἱερὰ Σύνοδο μὲ τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία του).» Ἐπιτρέψατέ μου ὅμως Σεβασμιώτατε, ἑσυνέχισα, νὰ παρακαλέσω νὰ μή ἐξέλθετε σήμερα, λόγῳ τῶν κακῶν καιρικῶν συνθηκῶν». Ἀπαντᾶ ὁ μακαριστὸς Ἱεράρχης.« Καλὰ παιδί μου, εὔχομαι σὲ ὅλους σας νὰ εἶστε καλὰ καὶ καλὸ ταξίδι νὰ ἔχῃς γιὰ τὴν Ἀθήνα». Στὶς 7 τὸ ἀπόγευμα ἔφυγα γιὰ τὴν Ἀθήνα, ὅμως στὰ διόδια πρὶν φθάσωμε στὴν Κόρινθο, μᾶς μετέφεραν τὴν εἴδηση ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιστρέψωμε στήν Τρίπολη γιὰ σοβαρὸ λόγο. ( Δέν εἴχαμε τότε κινητό τηλέφωνο). Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἀπὸ τὸν νοῦ μου ἡ σκέψη, ὅτι ἐκοιμήθη ὁ Δεσπότης. « Μὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίνῃ κάτι τέτοιο» ἀντέτεινε ὁ π. Θεόκλητος, Πρωτοσύγκελλος, τώρα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καὶ Κυνουρίας, ὁ ὁποῖος ὁδηγοῦσε τὸ αὐτοκίνητο. Καὶ ὅμως δὲν διεψεύσθην. « Ὁ Μητροπολίτης Θεόκλητος εἶχε κοιμηθῆ». Συγκλονιστικὸς ὁ τρόπος τῆς μεταστάσεώς του καὶ ἀποκαλυπτικός τῆς ἐναρέτου βιοτῆς καὶ πολιτείας του. Παραθέτομε τὰ γεγονότα ποὺ θυμίζουν πρόσωπα μιᾶς «ἀλλοτινῆς» φωτοφόρου ἁγίας περιόδου, ποὺ ὅμως κατ’ οἰκονομίαν τοῦ Θεοῦ ζοῦν καὶ στὴν δική μας, ἀλλά καί σέ κάθε ἐποχή. Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὁ ἀοίδιμος Θεόκλητος, ἀφοῦ δὲν ἠδύνατο νὰ ἀνέλθῃ στὶς χιονισμένες Βάρσες, ἐπέμενε καὶ μετέβη μὲ τὸν Ὁδηγὸ καὶ τόν Γραμματέα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Καλτεζῶν, ( Μοναστήρι ἱστορικό, ὅπου συνῆλθε ἡ πρώτη Ἐθνοσυνέλευση μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821) προκειμένου νὰ ἐκπληρώσῃ τὸ χρέος του ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἔφθασε στὴν Ἱερὰ Μονή, εἰσῆλθε στὸ Καθολικὸ καὶ ὅπως συνήθιζε, πῆρε ἕνα κερὶ, τὸ ἄναψε καὶ κρατώντας το, ἠσπάσθη τὶς ἱερὲς εἰκόνες, εἰσῆλθε στὸ Ἅγιο Βῆμα καὶ ἀφοῦ ἐποίησε «μετανοίας τρεῖς» ἠσπάσθη γιὰ τελευταία φορὰ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἀφοῦ ὅταν ἐπλησίασαν τὰ χείλη του τήν Βίβλο τῆς ἀποκεκαλυμμένης Ἀληθείας, ἐξῆλθε ἡ ἁγία ψυχή του, ἐνῶ τὸ σῶμα του ἔμεινε κεκλιμένο σέ στάση δεήσεως μέ γερμένη τὴν ἱερὰ κεφαλὴ ἐπὶ τῆς φρικτῆς καὶ ἁγίας Τραπέζης, τὴν ὁποία ἠράσθη ἐκ νεότητος αὐτοῦ καὶ ἐνώπιόν τῆς ὁποίας ἔζη ὡς ἐπίγειος Ἄγγελος, ἐπὶ ἥμισυ καὶ πλέον αἰῶνα, προσφέρων τὴν ἀναίμακτη Μυσταγωγία, ὑπὲρ σωτηρίας τοῦ ἐμπεπιστευμένου αὐτῷ ποιμνίου. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀοιδίμου Γέροντος ἐξεπληρώθη. Σύμπας ὁ Ἱερὸς Κλῆρος, οἱ μοναστικές Ἀδελφότητες καὶ ὁ φιλόθεος Ἀρκαδικὸς Λαός, τὴν Τετάρτη 11 Ἰανουαρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, μὲ πρωτοφανεῖς ἐκδηλώσεις τιμῆς, ἐκήδευσε ἀπό τόν Ἱερό Μητροπολιτκό Ναό Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως τὸν, ἐπί τριάντα χρόνια (1965-1995), Ποιμενάρχη του, προπέμποντας αὐτόν ἐν δάκρυσιν εὐγνωμοσύνης καὶ μὲ τὴν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως στὴν αἰωνιότητα, ὅπου ἤδη συναγάλλεται μετὰ τῶν Ἁγίων τῶν ἀπ’ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων. Μὲ δέος ἐνθυμοῦμαι τὶς ὧρες ἐκεῖνες καὶ ἰδιαιτέρως τὴν ἱερὰ ἀγρυπνία τῆς ὁποίας προέστη ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης τότε Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου καὶ νῦν Μαντινείας καὶ Κυνουρίας κ. Ἀλέξανδρος, (χειροτονία εἰς Διάκονον καί Πρεσβύτερον τοῦ ἀοιδίμου Ἱεράρχου) ὁ ὁποῖος καὶ διεδέχθη, πρὸς χαρὰν καί παραμυθίαν ὅλων ἡμῶν, τὸν μεταστάντα Γέροντά μας. Τὸν πλαισιώσαμε στὴν Θεία Λειτουργία, ἡ ἐλαχιστότητά μου, ὁ νῦν Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὅρους καὶ Ἀρδαμερίου κ. Θεόκλητος,(εἴμασταν τότε ἱεροκήρυκές τοῦ μακαριστοῦ Θεοκλήτου) καὶ ἄλλοι Κληρικοί. Μὲ δέος ἱερὸ, ἐπίσης, σημειώνω ὅτι ἡ εὐχὴ τοῦ ἀοιδίμου Γέροντός μας πρὸς τοὺς τρεῖς Ἱεροκήρυκές του καὶ ἡ ὁλόθερμη προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ, ἐξεπληρώθη. Πρῶτος προήχθη ὁ νῦν Μητροπολίτης Μαντινείας καὶ Κυνουρίας κ. Ἀλέξανδρος, ἐν συνεχείᾳ ἡ ταπεινότης μου, μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντός μας καί τήν ἀγάπη καί ἀμέριστη συμπαράσταση τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἀλεξάνδρου καὶ μετὰ ταῦτα ὁ ἃγιος Ἱερισσοῦ, μέ τήν ἀπό τόν οὐρανό πρεσβεία, ἐπίσης, τοῦ μακαριστοῦ Θεοκλήτου, τήν συγκινητική ὑποστήριξη τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας κ. Ἀλεξάνδρου καί τήν ἐν ἀγάπῃ συνεπικουρία τῆς ἐλαχιστότητός μου. Πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι μᾶς ἐβοήθησε ἡ εὐχή του καὶ ἡ ἀγάπη του ὅσο ζοῦσε καὶ μετὰ τὴν ἔξοδό του ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, μᾶς ἐστήριξε καί μᾶς στηρίζει ἡ δέησή του καὶ ἡ παρρησία του στόν οὐράνιο Πατέρα μας. Ὁ τόπος ὅπου ἀναπαύεται τό σκήνωμά του, πίσω ἀπὸ τὸ ἅγιο Βῆμα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Τριπόλεως, ὁ κοινὸς δηλ. τάφος τῶν Ἀρχιερέων, δέχεται καθ’ ἡμέραν τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὸ προσκύνημα τῶν εὐλαβῶν Τριπολιτῶν. Τότε πού ἒφυγε γιά τόν οὐρανό ὁ Γέροντάς μας, ἐγράψαμε κάποιους στίχους, ἔκφραση πηγαίας εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸ σεπτὸ καὶ ἡγιασμένο πρόσωπό του, τούς ὁποίους ἐπαναλαμβάνομε καί τώρα καί τούς παραθέτομε εἰς μνημόσυνον αὐτοῦ, ὑποκλινόμενοι ,εὐλαβῶς, ἐνώπιον τῆς σεβασμίας μορφῆς του. «Ροδόσταμα τῆς καρδιᾶς μας, τὰ δάκρυα ποὺ ραίνουν τὸν τάφο σου, Πατέρα μας, Λουλούδια οἱ στεναγμοί μας, ἂς γίνουν στὴν Ἱερά σου μνήμη, Ἄγγελέ μας, Ἡ θύμησή σου νωπὴ πάντα, θὰ κατακαίῃ τὰ σωθικά μας, Ποιμενάρχη μας, Ἡλιαχτίδα τὸ χαμόγελό σου, θὰ φωτίζῃ τὴν πορεία μας, Βάλσαμο παρηγοριᾶς ὁ γλυκύς σου λόγος, θα’ρχεται νά ἁπαλύνῃ τὶς ὧρες τοῦ πόνου μας, Ἡ ἀγάπη σου Γέροντά μας, θὰ μᾶς συντροφεύῃ κατά τὶς ὧρες τῆς φοβερῆς μοναξιᾶς μας, Κάθε χτύπημα τῆς καμπάνας, καθημερινὴ καὶ σὲ γιορτὴ ἐσένα θὰ χαιρετάῃ Δάσκαλέ μας, μεγάλε φίλε καὶ ἀδελφέ μας. Κι ὅσο θὰ ζοῦμε ἐπάνω στὴ γῆ, χρυσὴ ἡ μορφή σου στὴν ψυχή μας, θὰ νοηματίζῃ τὴν πορεία μας καὶ θὰ ὁδηγῇ τὰ βήματά μας. Νοσταγλία ἡ κάθε στιγμή μας, γιὰ τὴ γλυκειὰ συνάντησή σου, στὸν Οὐρανό, λατρευτέ μας Ἱεράρχη. Θὰ σ’ ἀγαποῦμε γιὰ πάντα. Ἀναπαύου ἐν εἰρήνῃ καὶ εὔχου ὑπὲρ ἡμῶν τῶν πνευματικῶν σου τέκνων. Καλὴ Ἀνάσταση Δεσπότη μας.» |