«Ὡς χρυσόν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτόν…»(Σοφ. Σολομώντος, Γ, 6) Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. Χρυσοστόμου.
Ἦταν Αὒγουστος τοῦ 2005, ὃταν ἐπεσκέφθην γιά πρώτη φορά τό χωριό Δροσιά τῆς Μητροπόλεώς μου. Μέ ὑπεδέχθη ὁ εὐλαβής καί ἁπλοῦς Ἱερεύς, μακαριστός πλέον π. Διονύσιος, μέ καλωσύνη καί σεβασμό μεγάλο. Μετά τήν ἱερά Παράκληση, στόν Ναό τῆς Παναγίας μέ παρεκάλεσε νά ἐπισκεφθῶ τό σπίτι του, τό ὁποῖον ἦτο λίγο πιό κάτω ἀπό τό χωριό.
Δέχθηκα μέ πολλή χαρά. Στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ εἶδα ἓνα μικρό ἐκκλησάκι. Ρώτησα τόν Ἱερέα σέ ποιόν Ἃγιο εἶναι ἀφιερωμένο. «Στήν Ἁγία Εὐφημία», μοῦ ἀπήντησε. «Θά σᾶς πῶ ὃμως περισσότερα στό κέρασμα», συνέχισε ὁ εὐλαβέστατος Ἱερεύς. Ὓστερα μέ ὁδήγησε στήν εἲσοδο τοῦ σπιτιοῦ, ὃπου μέ ὑπεδέχθη ἡ Παπαδιά, ἡ κυρά Λεμονιά, σεμνή, καλωσυνάτη, εὐγενής, γυναῖκα παραδοσιακή, παλαιᾶς κοπῆς ἂνθρωπος. Φαινόταν ὃμως πονεμένη καί στό πρόσωπό της ἦτο ζωγραφισμένη ἡ λύπη.
«Πέρασε Δέσποτα», μοῦ εἶπε μέ δέος. «Ἐδῶ στό ἐπίσημο δωμάτιο» (Μή νομίσετε, ὃτι ἦτο κάτι ἐξεζητημένο, ἀλλά κάτι ἁπλό).«Ὂχι ἐδῶ παπαδιά», λέγει ὁ μακαρίτης ὁ Παπα- Διονύσης. «Στό παιδί! Στό παιδί νά πᾶμε τόν Δεσπότη…» Καί μπήκαμε στόν «παράδεισο», ὃπως μοῦ ἀπεκάλεσε αὐτό τό δωμάτιο ὁ παπᾶς. Ἐκεῖ ἦτο ἓνας ἂγγελος μέ ἀνθρώπινη μορφή, τό ὂνομά του, Κωνσταντῖνος. Εἶχε μάτια γαλήνια· μ’ αὐτά ἒβλεπε γῆ καἰ οὐρανό, μ’ αὐτά μιλοῦσε, μ’ αὐτά προσευχόταν, χαιρόταν; λυπόταν; πάντως δάκρυζε. Γαλήνια ἡ ὂψη του, σάν τά ἣρεμα νερά τοῦ πελάγου. Αὐτό πού εἶχε στήν ψυχή του, ἦταν ζωγραφισμένο καί στήν μορφή του. Τοῦ μίλησα, μά δέν ἀπάντησε. Τοῦ ἂπλωσα τό χέρι μά δέν μπόρεσε νά μέ χαιρετίσῃ. Θεώρησα ὃτι θά κάνῃ προσπάθεια νά σηκωθῇ, μά δέν ἦτο πλέον δυνατόν. Ὁ Κώστας ἐπικοινωνοῦσε μέσα ἀπό τό δικό του γαλήνιο-οὐράνιο κόσμο. Γι’ αὐτόν εἶχε ἑνωθῆ ὁ οὐρανός μέ τήν γῆ, ἀπό τότε πού σέ ἓνα τροχαῖο δυστύχημα στήν Πάτρα, παλληκάρι εἰκοσιπεντάχρονο ἒμεινε, ὃπως εἶπαν, «φυτό». Ὃλοι τόν ἀγαποῦσαν τόν Κώστα στό χωριό, ἦταν λαμπρό παιδί. «Βλέπεις Δεσπότη μου δάκρυσε, καταλαβαίνει., μίλα του , σέ ἀκούει», εἶπε κλαίοντας ὁ Παπα-Διονύσης. «Ἦταν ἀνήμερα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, 11 Ἰουλίου τοῦ 1997, ὃταν χτύπησε τό παιδί μου». Ἒτσι μοῦ δόθηκε ἡ ἀπάντηση γιά τό Ἐκκλησάκι. Σταύρωσα τόν Κώστα, πόνεσα πολύ καί γιά τό παιδί, γιά τόν Παπά καί τήν Παπαδιά, γιά τό βαρύ φορτίο, τήν δοκιμασία πού σήκωναν κατά τοῦ Θεοῦ τήν οἰκονομία.
«Δέσποτα, ὁ Κώστας θά γίνῃ καλά, τό πιστεύω μέ ὃλη μου τήν καρδιά», ἒλεγε καί ξανάλεγε ὁ Παπα- Διονύσης.
Περνοῦσαν οἱ ἡμέρες, οἱ μῆνες καί τά χρόνια. Ὁ Παπα- Διονύσης, λειτουργοῦσε, χαιρόταν τή βαθειά σχέση του μέ τόν Θεό καί προσευχόταν γιά τόν Κώστα, ὃπως καί γιά τό ἂλλο του παιδί τόν Ἀντώνη καί τήν σύζυγό του. «Παπα- Διονύση», τοῦ εἶπα κάποια στιγμή, «ἀπεφάσισα νά σέ κάνω Πρωτοπρεσβύτερο». «Δεσπότη μου σ’ εὐχαριστῶ. Ἒχω ὃμως σταυρό καί εἶναι ὁ ὡραιότερος. Ὁ Θεός μοῦ τόν χάρισε. Μοῦ φτάνει. Προσευχήσου μόνο νά τόν σηκώσω μέ ὑπομονή καί ταπείνωση, μέχρι τήν ἡμέρα πού θά γίνῃ ὁ Κώστας μου καλά».
Ἀλήθεια πόση δύναμη πρέπει νά εἶχε μέσα του αὐτός ὁ ἂνθρωπος γιά νά μιλάῃ τόσο πνευματικά καί τόσο διδακτικά, μέ τέτοια ἁπλότητα. «Κάνω παρέα Δεσπότη μου, σέ τόσους ἂλλους πού ἒχουν τούς δικούς τους σταυρούς. Μέ διάλεξε ὁ Θεός γιατί, Ἐκεῖνος ξέρει…»
Πέρασαν κι ἂλλα χρόνια. Ὁ Παπα- Διονύσης κάποια ἡμέρα ἒφυγε γιά τόν Οὐρανό. Τόν προπέμψαμε στήν αἰωνιότητα. Σέ ἐκείνη τήν κηδεία, νόμιζα ὃτι βρισκόμουν στόν οὐρανό. Εἶπα λόγους μέσα ἀπό τήν καρδιά μου. Μέ πἦραν καί τά δάκρυα, γιατί θυμήθηκα τόσα καί τόσα γιά τόν παπα- Διονύση.
Ἒμεινε πίσω ὁ Κώστας μέ τήν Παπαδιά, ὃμως ὂχι μόνοι τους, ἀλλά σέ χέρια ἀγγέλων. Ὁ Ἀντώνης ὁ ἀδελφός τοῦ Κώστα καί ἡ Χριστίνα ἡ σύζυγός του, μέ τόν μικρό Διονυσάκη, ἀλλά καί τά ἀδέλφια τῆς Χριστίνας· παπαδοπούλα καί αὐτή μεγαλωμένη μέ τά ἀδέλφια της, σέ σπίτι εὐλογημένο. Ἒγιναν ὃλοι μιά γροθιά γιά τόν Κώστα. Ὁ Κώστας ἦταν ὁ ἀδελφός ὃλων. Ἒζησα ἀπό κοντά τήν ἀγάπη ὃλων αὐτῶν τῶν παιδιῶν γιά τόν Κώστα καί τήν μάνα του, τήν Παπαδιά.
Πολλοί σκεφθήκανε ἢ καί πιστέψανε ὃτι ὁ Κώστας μετά τήν κοίμηση τοῦ πατέρα του, θά βρεθῇ σέ κάποιο ἳδρυμα. Ἀλλ’ ὂχι, ἒπεσαν ὃλοι ἒξω. Ἡ ἀγάπη ὃλων κράτησε τόν Κώστα κι’ ἂλλο στή ζωή. Ὁ Ἀντώνης καί ἡ Χριστίνα πῆραν τόν Κώστα καί τήν Παπαδιά μαζί τους στό σπίτι τους. «Δέν ἀφήνω τό παιδί!»- λόγια τῆς νύφης…θαῦμα γιά τίς ἡμέρες μας. «Δέν ἀφήνω τήν πεθερά μου!». Καλά, σκέφτεται κανείς, ὁ ἀδελφός νά ἀγαπάῃ τόν ἀδελφό, ἀλλά σήμερα βρίσκονται νυφάδες μέ τέτοια θυσιαστική διάθεση; Καί ὃμως ναί! Καί καλά μέχρις ἐδῶ, ἀλλά καί τά ἀδέλφια τῆς νύφης;
«Ἀδελφός μας εἶναι Σεβασμιώτατε, μοῦ ἒλεγαν, ὃ, τι χρειασθῆ ὁ Κώστας, ἐμεῖς θά τό κάνωμε» καί τό ἒκαναν καί ἐγώ ἐκαυχώμην ἐν Κυρίῳ γι’ αὐτούς καί τούς καμάρωνα, γιατί τούς ἒχω σάν παιδιά μου· τούς πάντρεψα, βάπτισα τά παιδιά τους, κήδευσα τόν πατέρα τους τόν παπά Ἀποστόλη…(Χαίρομαι γιά τά παιδιά μου τούς Πατρινούς, τούς ἀγαπῶ πολύ καί κάποιες φορές μέ τήν ἀγάπη τους πού ἐκδηλώνεται μέ τρόπο ξεχωριστό καί θαυμαστό μέ κάνουν νά μήν πατῶ στή γῆ).
Δυό μέρες μετά τά Χριστούγεννα, 28 τοῦ Δεκέμβρη τοῦ 2019, ἓνα γεγονός πνευματικό- χαρούμενο μέ ἒφερε καί πάλι κοντά στήν ὡραία αὐτή οἰκογένεια. Βάπτισα τήν μικρή Χρυσάνθη στήν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος Πατρῶν. Ρώτησα τί κάνει ὁ Κώστας- πῶς εἶναι ἡ μητέρα του ἡ Παπαδιά. «Ὁ Κώστας ὃπως ἦταν Σεβασμιώτατε, ἡ μητέρα του, γερόντισσα πιά στό κρεββάτι, ἐνενήντα πέντε ἐτῶν», μοῦ ἀπήντησαν. Κανόνισα νά τούς ἐπισκεφθῶ. Τήν ἂλλη ἡμέρα ὃμως τά παιδιά μέ πληροφόρησαν, ὃτι ὁ Κώστας ἒφυγε γιά τόν οὐρανό, ἣσυχα καί γαλήνια γιά νά συναντήσῃ τούς Ἀγγέλους, τούς Ἁγίους, τήν Ἁγία Εὐφημία καί τόν πολύαθλο πατέρα του, τόν παπα- Διονύση.
Συγκινήθηκα καί δάκρυσα. Ἦλθαν στό νοῦ μου ὃλα αὐτά πού σημείωσα στίς λίγες αὐτές γραμμές καί ἂλλα πού ἒχω στήν καρδιά μου. Μέτρησα τά χρόνια. 11 Ἰουλίου 1997 ἡ ἀρχή, 29 Δεκεμβρίου 2019 τό τέλος, ἢ μᾶλλον ἡ ἀπαρχή μιᾶς ἂλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου γιά τόν ἐπίγειο ἂγγελο, τόν Κώστα. Εἰκοσιδυόμισυ χρόνια δοκιμάστηκε ὁ Κώστας σάν τό χρυσάφι καί ἒλαμψε ἐπί γῆς, μέ τήν ὑπομονή καί τήν ἀκακία του. Εἰκοσιδυόμισυ χρόνια σήκωσε ἀγόγγυστα τό σταυρό τῆς δοκιμασίας, ὡς ἐπίσκεψη Θεοῦ καί δῶρο τοῦ οὐρανοῦ ὁ Παπα- Διονύσης μαζί μέ τήν Παπαδιά του. Μέρα νύχτα στό πλευρό τοῦ παιδιοῦ τους μέ τήν προσευχή, τό ἁγιοκέρι, τό θυμίαμα, τίς Λειτουργίες, τίς δεήσεις καί παρακλήσεις, τήν πίστη τήν ἀκράδαντη στό Θεό.
Εἰκοσιδυόμισυ χρόνια ὁ ἀδελφός του μέ τήν σύζυγό του, ἒδωσαν τήν ἀγάπη τους ἀπό τήν ψυχή τους γι’ αὐτό τό παιδί. Ἂστραφτε στό κρεββάτι ἀπό τήν περιποίηση.
Εἰκοσιδυόμισυ χρόνια τά ἀδέλφια τῆς νύφης του, τόν εἶχαν σάν ἀδελφό τους καί ζοῦσαν αὐτή τήν δοκιμασία ὃλοι μαζί, ὡς Θεοῦ ἐπίσκεψη καί ὁδόν σωτηρίας.
Παράδεισος ὁ τόπος πού ἒζησε τόσα χρόνια αὐτό τό παιδί, καθηλωμένο στό κρεββάτι. Ἂγγελος ὁ Κώστας μέσα ἀπό τέτοια δοκιμασία.
Μάρτυρες, ἂγγελοι καί διακονητές τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ μάνα του η Παπαδιά, ὁ ἀδελφός του ἡ νύφη του καί τ’ ἀδέλφια τῆς νύφης του καί ὃλα τά μικρά τῆς οἰκογένειας πού ἒκλαιγαν ἀπαρηγόρητα γιατί ἒφυγε ὁ Κώστας.
Παραμονή Πρωτοχρονιᾶς, στόν Ἱερό Ναό τῆς Παναγίας τῆς Παντανάσσης στή Δροσιά Ἀχαΐας, ἀποχαιρετήσαμε ὃλοι μας, ὁ Μητροπολίτης, οἱ Ἱερεῖς, οἱ συγγενεῖς του καί πλῆθος Λαοῦ τόν Κώστα καί μέ δάκρυα στά μάτια ψάλαμε τό «Μετά τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον Χριστέ, τήν ψυχήν τοῦ δούλου σου…».
Τώρα χαίρεται ἐλεύθερος ἀπό τόν δεσμόν τοῦ πονεμένου καί ἀνήμπορου σαρκίου του. Ἀπό τόν οὐρανό, μέ τόν δικό του τρόπο, φροντίζει ὃσους τόν φρόντισαν, γιά νά γίνεται ἡ ζωή τους πιό γλυκειά καί πιό εὐλογημένη.
Πόσα μηνύματα στ’ ἀλήθεια ἀπορρέουν ἀπό αὐτό τό συγκλονιστικό, τό πονεμένο, ἀλλά καί ὑπέροχο ταξίδι αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ! Πόσα μηνύματα στήν κοινωνία μας, ἡ ὁποία ἒχει τόση ἒλλειψη ἀγάπης καί ἀνθρωπιᾶς!
Ἒχει σέ κάθε ἐποχή ὁ Θεός τούς δικούς του ἀγγέλους, πού τούς βλέπουμε μπροστά μας, γιά νά βαδίζουμε τόν δρόμο Του…
Καλή Ἀνάσταση Κώστα! Μήν ἀνησυχεῖς γιά τήν γερόντισσα μητέρα σου. Ξέρεις ἐσύ παιδί μου…